Thursday, November 24, 2011

Ben Mezrich, Δισεκατομμυριούχοι κατά τύχη, 2009 (The accidental billionaires)


Το βιβλίο αυτό,  στο οποίο βασίστηκε η ταινία The Social Network, αφορά την ιστορία της ίδρυσης του Facebook. Ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ, ένας δευτεροετής φοιτητής στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, κατόρθωσε, με την οικονομική ενίσχυση μερικών δεκάδων χιλιάδων δολαρίων  από το συμφοιτητή και συνεργάτη του Εντουάρντο Σάβερν, να δημιουργήσει μέσα σε δύο μόλις χρόνια (2003-2005) το δημοφιλέστερο εργαλείο κοινωνικής δικτύωσης. Στη διαδικασία, ο Ζάκερμπεργκ κατόρθωσε να γίνει ένας από τους νεαρότερους αυτοδημιούργητους δισεκατομμυριούχους.

Ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ δεν ήταν κάποιος τυχαίος κομπιουτεράς φοιτητής. "Στο γυμνάσιο, υποτίθεται πως ήταν ένα είδος σούπερ χάκερ...Σύμφωνα με τις φήμες, η Microsoft είχε προσφέρει στον Μαρκ γύρω στα δύο εκατομμύρια δολάρια για να πάει να δουλέψει γι' αυτούς - και παραδόξως ο Μαρκ είχε απορρίψει τη δελεαστική πρόταση." ..."Το Facebook είχε όλα τα στοιχεία ενός επιτυχημένου δικτυακού τόπου. Mια απλή ιδέα, ένα ελκυστικό περιεχόμενο και μια αίσθηση αποκλειστικότητας. Σαν ένα Final Club αλλά ηλεκτρονικό." Το κυριότερο, ίσως: "Ο Μαρκ δε θα επέτρεπε σε τίποτα και σε κανένα να σταθεί εμπόδιο στην εξέλιξη του Facebook." Ενώ οι φίλοι και συνεργάτες του είχαν ως προτεραιότητα τις σπουδές τους ή την κωπηλασία, αυτός εγκατέλειψε το Χάρβαρντ και εγκαταστάθηκε "προσωρινά" στην Καλιφόρνια όπου και αφοσιώθηκε στο δημιουργικό πάθος του.

Αυτή είναι μια πραγματική ιστορία πως οι νέοι άνθρωποι μπορούν να αξιοποιήσουν τα ταλέντα τους για να αλλάξουν τον κόσμο και πως οι υποδομές και το κατεστημένο μιας χώρας μπορούν να τους βοηθήσουν, αλλά τουλάχιστον να μην τους εμποδίσουν, για να πετύχουν πράγματα που ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα δε θα μπορούσαν να φανταστούν.

Ενόσω η Αμερική μπορεί να προσφέρει αυτή τη δυνατότητα στους νέους, αυτή θα είναι μια πραγματική δημοκρατική υπερδύναμη. Στις ημέρες αυτές της οικονομικής κρίσης, ανικανότητας και διαφθοράς, των εύηχων υψηλών πολιτικών στόχων και του μακροπρόθεσμου οικονομικού σχεδιασμού για την καταπολέμηση τάχατε της φτώχιας και την αποτροπή της καταστροφής του κόσμου από την υπερκατανάλωση και την παγκόσμια υπερθέρμανση, εάν η Ελλάδα και η Ευρώπη θέλουν να πάνε μπροστά, είναι καιρός να αφήσουν τους νέους τους να φανταστούν, να δημιουργήσουν και να ζήσουν στη δική τους εποχή.

Saturday, October 22, 2011

Mario Vargas Llosa, The feast of the Goat, 2001

This is a “novel” about the final part of the life of Rafael Trujillo, a dictator that ruled the Dominican Republic from 1930 until his assassination in 1961. Once Trujillo assumed power, he subsequently abused it by crashing the personalities of his collaborators and eliminating those he could not bend. Trujillo remained in power by doing some good, being ruthless to opposition, installing and controlling collaborators that were loyal, reliable and often capable.

The character of Trujillo made me realize that the seeds of dictatorship are so abundant in the people around us in our daily lives: The bullying classmate, teacher, peer, boss, appointed or elected government official, who often claim a higher cause to justify their madness.  Nobel laureate Llosa reminds us that, even in modern societies, the only true defense against the excessive greed or arrogance of those exercising power are the institutional checks and balances that force them to be accountable.

Thursday, October 13, 2011

Λουκά Κακουλλή, Αδάμ Αδάμαντος και Τάσσος Παπαδόπουλος, 2011

Όταν ο συγγραφέας εμφανίστηκε στο γραφείο μου πριν μερικές εβδομάδες πουλώντας αυτοπροσώπως τα βιβλία του, ήμουν διστακτικός να αγοράσω κάποιο από αυτά. Έχω βαρεθεί να ακούω και να διαβάζω τα κολακευτικά ψέματα για τους ανθρώπους που κυβέρνησαν και κατέστρεψαν την Κύπρο. Εξάλλου, ένοιωθα ότι υπάρχουν τόσα άλλα, πιο ενδιαφέροντα, πράγματα για να διαβάσω στον περιορισμένο ελεύθερο χρόνο μου. Ο Λουκάς Κακουλλής με έπεισε τελικά, αγόρασα και διάβασα αυτό το βιβλίο. Χαίρομαι που οι προσδοκίες μου διαψεύσθηκαν.

Ο Λουκάς καταδεικνύει μέσα από ιστορικά ντοκουμέντα την κατά καιρούς ριζική μετατόπιση των θέσεων αρχών της ηγεσίας του ΑΚΕΛ και του Τάσσου Παπαδόπουλου. Το ΑΚΕΛ ερωτοτροπούσε με την ιδέα της Ένωσης κατά τις δεκαετίες του σαράντα, του πενήντα και του εξήντα και καταδίωξε ανάμεσα στις τάξεις του ανθρώπους όπως τον πρώην Δήμαρχο Αμμοχώστου Αδάμ Αδάμαντο που εξέφραζε τότε τις σημερινές θέσεις λάβαρο του κόμματος αυτού για ελληνοτουρκική συνεργασία και φιλία και μια ανεξάρτητη κυπριακή δημοκρατία. Τότε, ακόμη και ο Αδάμαντος θεωρούσε την ανεξαρτησία ως μέσο για την Ένωση και όχι ως σκοπό! Την ίδια περίοδο ο Τάσσος Παπαδόπουλος άρχιζε τη σταδιοδρομία του ως φανατικός αντικομμουνιστικός αρθρογράφος και ως απορριπτικός κάθε πολιτικής διευθέτησης που δεν οδηγούσε στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου. Ο συγγραφέας δίνει και κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία αναφορικά με την εγκατάλειψη των Μισιαούλη και Καβάζογλου, πράγμα που διευκόλυνε τη δολοφονία τους.

Οι νοοτροπίες αυτές είναι οι ίδιες που οδήγησαν, με την υποστήριξη του ΑΚΕΛ, στην εκλογή του Παπαδόπουλου στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας και τη δαιμονοποίηση του Σχεδίου Ανάν, αντί της βελτίωσής του που υποσχέθηκαν στον Κυπριακό λαό. Δυστυχώς για την Κύπρο, φαίνεται ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Όπως διαπιστώνει ο συγγραφέας, μετά τη λήξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου «από τη μια ήταν η Δεξιά που δεν ήθελε καμιά συνεργασία ή επαφή με τους κομμουνιστές και από την άλλη η Αριστερά που ενώ κατέβαλλε προσπάθειες για την ενότητα του λαού, δεν έλειπαν από τις διακηρύξεις και τις πρακτικές της εκείνα που δυσκόλευαν την επίτευξη του στόχου αυτού»!

Την ημέρα που με επισκέφθηκε ο συγγραφέας στο γραφείο μου για να με πείσει να αγοράσω και διαβάσω βιβλία του, του αντιπρότεινα να διαβάσει αυτός, δωρεάν, κάποια πράγματα που έγραψα εγώ. Μεταξύ άλλων του έδωσα αντίγραφο ενός ελευθέρου ποιήματος που είχα γράψει και δημοσιεύσει στην εφημερίδα Φιλελεύθερος το 1996, υπό τη συναισθηματική φόρτιση της δολοφονίας των Τάσου και Σολωμού από τον τουρκικό στρατό και τους τραμπούκους του. Την επόμενη μέρα με πείρε τηλέφωνο για να μου πει ότι το ποίημα αυτό τον άγγιξε. Αφού διάβασα το βιβλίο του κατάλαβα γιατί. Πολλές από τις ιδέες του ποιήματος, ιδιαίτερα σε σχέση με τον μακιαβελικό αυτοσκοπό της εξουσίας ως την πολιτική επιδίωξη των πολιτικών που κυβέρνησαν την Κύπρο, συμφωνούν με το κυρίαρχο μήνυμα του βιβλίου του.

Αγόρασα παλαιότερα ακόμη δύο βιβλία του Λουκά Κακουλλή τα οποία δε διάβασα ποτέ και μαζεύουν σκόνη στη βιβλιοθήκη μου. Το βιβλίο αυτό, με έπεισε ότι πρέπει να τα διαβάσω.

Monday, September 5, 2011

R.J. Anderson, Ultraviolet, 2011

My teenage daughter seemed to be so absorbed while reading this. When she finished I started reading it out of curiosity. Once I begun, I could not put it down and read the 400 pages in a single weekend. 

The novel is a mixture of adventure, romance and science fiction. It touches upon psychiatric treatment and its legal issues, as well as astrophysics and time travel. I learned about, synesthesia, an interesting and extraordinary neurological condition. The story reminded me that it does not take much to make normal people insane: Just take their freedom away or make them submit to therapy involuntarily.

The book is sprinkled with some interesting messages:
·        There are a lot of things that we do not know about the people we associate with and there is usually an explanation why some behave weirdly. We should not be judgmental.
·        It often helps if we get out of our way and spend some time to get to know people around us better. Sometimes friends are not really friends while adversaries are not really enemies.
·        We appreciate and love the people that accept us and value us the way we are.

Saturday, August 6, 2011

Robin S. Sharma, Ο Μοναχός που πούλησε τη Ferrari του, 1997 (The Monk Who Sold His Ferrari)

Ένα βιβλίο με πολλές σοφές κουβέντες που όμως δεν είναι μυθιστόρημα, όπως θα ανέμενε κάποιος από τον τίτλο του.  Το βιβλίο αποτελεί περισσότερο μια συνταγή για το πως θα μπορούσε κάποιος να ζήσει μια ζωή με νόημα: Βρες και κάνε αυτό που πραγματικά αγαπάς, ακολούθησε το σκοπό της ζωής σου, γίνε κυρίαρχος του νου και του εαυτού σου, ζήσε με (αυτο)πειθαρχία, σεβάσου το χρόνο σου, υπηρέτησε ανιδιοτελώς τους άλλους, αγκάλιασε το παρόν.

Sunday, July 10, 2011

Γουόρις Ντίρι και Καθλήν Μίλλερ, Λουλούδι της Ερήμου, 1998 (Waris Dirie & Cathleen Miller, Desert Flower)

Η συγκινητική ιστορία της Γουόρις Ντίρι, ενός αγράμματου κοριτσιού από τη Σομαλία που το έσκασε από το σπίτι της και τον πατέρα της σε ηλικία 13 χρόνων επειδή αυτός ήθελε να την παντρέψει με ένα γέροντα για πέντε καμήλες.  Κατόρθωσε να μεταναστεύσει στη Μεγάλη Βρετανία και ακολούθως στις Ηνωμένες Πολιτείες εργαζόμενη αρχικά ως υπηρέτρια και υπάλληλος στα εστιατόρια Μακ-Ντόναλντ, και στη συνέχεια, αφού την ανακάλυψε ένας επαγγελματίας φωτογράφος στο Λονδίνο, ως επιτυχημένο μοντέλο.

Η ιστορία της συγκίνησε πολλούς ανθρώπους και οργανισμούς παγκόσμια, πράγμα που οδήγησε και στο διορισμό της ως Ειδικής Πρέσβειρας των Ηνωμένων Εθνών, ταγμένη ενάντια στην πρακτική του ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων (κλειτοριδεκτομή) που εξακολουθεί να εξασκείται σε εκατομμύρια κορίτσια κυρίως σε χώρες της Αφρικής, και από την οποία υπέφερε και η ίδια.

Αυτό το βιβλίο ενημερώνει με τον πιο παραστατικό τρόπο για τη ζωή στην Αφρική και τη Σομαλία καθώς και για τη ζωή και τις δυσκολίες των παράνομων μεταναστών στην ανεπτυγμένη δύση. Η ιστορία της Γουόρις δίνει ελπίδα σε εκατομμύρια φτωχούς ανθρώπους ότι με επιμονή, κάποιας δόσης ρίσκου, κάποιες μικρές παρανομίες, λίγη πανουργία και μία δόση τύχης, ο καθένας μπορεί να ξεφύγει από το μίζερο κατεστημένο της ζωής του και να πετύχει φανταστικά πράγματα, πέραν οποιασδήποτε αρχικής προσδοκίας του.

Friday, July 1, 2011

Α. Αιμιλιανίδης, Μ. Κοντός, Γ. Κέντας, Σημαδεμένη Τράπουλα, 2010


Αυτό το βιβλίο μπορεί να βοηθήσει τον καθένα να αντιληφθεί καλύτερα τις αντιπαραθέσεις των κυπριακών πολιτικών κομμάτων και το ρόλο που διαδραματίζουν τα Ηνωμένα Έθνη στις διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού Προβλήματος. Ο αναγνώστης θα συνειδητοποιήσει πόσο δύσκολο είναι πλέον να βρεθεί κάποια λύση που να μπορεί να εγκριθεί σε ένα δημοψήφισμα από τους ελληνοκυπρίους. Εν ονόματι της προσπάθειας εξεύρεσης λύσης από την εκάστοτε κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, έχουν πλέον παραχωρηθεί  τόσα πολλά προς την τουρκική και τουρκοκυπριακή πλευρά.

Όπως προειδοποιούν οι ίδιοι οι συγγραφείς το βιβλίο είναι αντικειμενικό μόνο στο βαθμό της καταγραφής των γεγονότων. Η ανάλυση και τα συμπεράσματά τους αποτελούν συνέχεια των προηγούμενων πεποιθήσεών τους «...ότι η φιλοσοφία του Σχεδίου Ανάν περιφρονούσε τη διεθνή νομιμότητα, αδιαφορούσε για τη βιωσιμότητα και λειτουργικότητα του νέου κράτους και δημιουργούσε ένα Σύνταγμα που αποτελούσε νομιμοποίηση της ένοπλης βίας». Το πρόβλημα είναι ότι ανάλογες επιστημονικές θέσεις θα μπορούσαν να εκφραστούν για την πλειονότητα των συμφωνιών που εξαναγκάζονται να υπογράψουν οι ηττημένοι πολεμικών συρράξεων.

Το βιβλίο καταδεικνύει ότι εκείνο που ενδιαφέρει περισσότερο την ομάδα Ντάουνερ (όπως και άλλων ξένων που επιφορτίστηκαν προηγουμένως με την επίλυση του Κυπριακού) είναι η επίτευξη συμφωνίας, ανεξάρτητα του περιεχομένου της. Αποτελεί ευθύνη των πλευρών να προστατέψουν τα δικά τους συμφέροντα.

Οι συγγραφείς προειδοποιούν ότι «Η Τουρκία έχει ήδη επεξεργαστεί ένα σχέδιο «Β». Υποστηρίζει ότι αυτή η διαδικασία είναι η τελευταία ευκαιρία για το κυπριακό. Αν δεν υπάρξει λύση, τότε θα πρέπει να προωθηθεί η πολιτική, η οικονομική και πολιτισμική αναβάθμιση του ψευδοκράτους, με ορίζοντα την αναγνώριση δύο κρατών στο νησί. Αυτό το σχέδιο έχει κοινοποιηθεί σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη μέσω επίσημου εγγράφου τον Ιανουάριο του 2010».  Με άλλα λόγια η Τουρκία έχει σχεδιάσει πως θα προστατέψει και θα προωθήσει τα συμφέροντά της είτε σε περίπτωση συμφωνίας είτε όχι.

Το ερώτημα που γεννάται είναι ποιο είναι το εναλλακτικό σχέδιο της Κυπριακής Δημοκρατίας όταν θα έχει πλέον διαπιστωθεί από όλους ότι οι ελεύθερες διαπραγματεύσεις δεν οδηγούν στην επίτευξη αποδεκτής συμφωνίας; Κατά τη γνώμη μου, ο μέσος  Κύπριος θα παραμείνει εύπιστος σε κάθε νέο πεφωτισμένο από τους «απορριπτικούς» ηγέτες του που θα διακηρύσσει ότι διαθέτει τη σοφία, τη δύναμη, τον πατριωτισμό ή τις σχέσεις για να βελτιώσει κάποιο προηγούμενο σχέδιο λύσης. Αυτό όμως δεν αποτελεί εναλλακτικό σχεδιασμό. Από την άλλη πλευρά, ίσως η μέχρι σήμερα διαλλακτικότητα των Κυπριακών Κυβερνήσεων ενόψει της απουσίας εναλλακτικού σχεδίου, να έχει βοηθήσει ώστε η Τουρκία και οι σύμμαχοί της να μην ακολουθήσουν χειρότερες τακτικές εκφοβισμού για να εξαναγκαστούν οι Κύπριοι να αποδεχτούν μια συμφωνημένη λύση.

Άσχετα με το κατά πόσο κάποιος συμφωνεί με την ανάλυση ή τα συμπεράσματα των συγγραφέων το βιβλίο αυτό αδιαμφισβήτητα πετυχαίνει τον πρώτιστο στόχο του: "...συνδράμει στην πληρέστερη δυνατή ενημέρωση του πολίτη ως προς το τι συζητείται πίσω από τις κλειστές πόρτες των διαπραγματεύσεων για το μέλλον του".

Sunday, May 15, 2011

Joseph E. Stiglitz, Freefall, 2010

A book from the Nobel Prize winner for Economics in 2001 and Chief Economist at the World Bank until 2000 cannot be ignored. This is one of the best books I have ever read preaching on the need of more (and better) government regulation based on the percept of market failures. Yet, the book is more about government failures. The battle between capitalism and communism may be over but the one between the “Hooverites” (right) and the Keynesians (left) in market economies still rages on. Stiglitz sites himself with the left. More left than U.S. president Obama’s policies.
Stiglitz suggests that the prevailing flawed economic perspectives (of the Hooverites) "led to the crisis, made it difficult for key private -sector decision makers and public-sector policy makers to see the problems, and contributed to policy makers' failure to handle the fallout effectively". He hopes that the crisis of the Great Recession that began in 2008, will lead to changes in the realm of policies and in the realm of ideas, not only making another crisis less likely but "perhaps even accelerating the kinds of real innovations that would improve the lives of the people around the world."

Stiglitz questions that the long expansion of the world economy that preceded the crisis during the era of deregulation was due to the policies of globalization and free markets. He attributes the growth on the mountain of debt instead. He proposes that the policies of the IMF and the U.S. Treasury in response to the East Asian crisis in 1997-1998 "showed a luck of understanding of the fundamentals of modern macroeconomics, which call for expansionary monetary and fiscal policies in the face of an economic downturn".

Chapter 1 of the book points out that “America’s financial markets had failed to perform their essential societal functions of managing risk, allocating capital, and mobilizing savings while keeping transactions low”. This failure is attributed to lax government regulation due to the political influence of special interests, “particularly of those who made money from deregulation”.

Stiglitz places a lot of emphasis throughout the book on the distribution of income and the making of the real estate unsustainable bubble. “Without the bubble, aggregate demand – the sum total of goods and services demanded by households, firms, government and foreigners – would have been weak, partly because of the growing inequality in the United States and elsewhere around the world, which shifted money from those who would have spent it to those who didn’t”. The book does not recognize that those who did not spent their money, invested them through the global financial system in loans to ordinary people in America, and elsewhere, who chose to borrow in order to buy bigger and better houses. Stiglitz does not make any suggestions where the non-benevolent creditors of a free world should direct the money they chose not to spend when “the sum total of what people around the world want to buy is less that the world can produce”.  If he did, we could hope to avoid the next crisis that will be caused by the bursting of a future bubble.

Stiglitz points out (chapter 2) that according to the rules of capitalism “when a firm cannot pay its debts, it goes into bankruptcy (or receivership), where typically shareholders loose everything and the bondholders/ creditors become the new shareholders”.  He implies that this should be the rule when government helps failing banks too.  He could be right. I wished he prescribed a cure when shareholders include pension funds and other social agents apart from the rich that could afford to lose some of their wealth without suffering. Stiglitz is very critical on the handout of taxpayer’s money to save the banks, although he recognizes that “The Great Depression was different: The financial system collapsed”.

Stiglitz proposes that the U.S. response to the crisis is flawed. It should be faster, more effective, address long-term problems, focus on investment, be fair, deal with short-run exigencies, targeted at areas of job loss.  The stimulus package should be bigger, investments should be better targeted, tax cuts should stimulate spending. “More progressive taxation (taxing those at the top more heavily, reducing taxes at the bottom) would not only do that {redistribution of income} but also help stabilize the economy”. 

Chapter 5 identifies five reasons why “the financial system has performed so badly”:
1.      "Wrong incentives and a “systemic mismatch between social and private returns”,
2.     “Certain institutions became to big to fail”,
3.     “Big banks moved away from plain-vanilla banking to securitization”
4.     “Commercial banks sought to imitate the high risk high returns of high finance”,
5.     “Too many bankers forgot that they should be responsible citizens”.

Chapter 6 mentions creative accounting “moving potential losses off balance sheet with one hand while recording profitable fees with the other”, as one of the practices bank executives used to get stock prices up. Stiglitz suggests that “a simple reform – basing pay on long-term performance, and making sure that bankers share in the losses and not just gains –might make a big difference”.  He also mentions the need for countercyclical bank regulating policies that would counterbalance the effects of mark-to-market accounting: “The regulators should have allowed less lending against the value of bank’s capital in good times, to dampen the euphoria and the bubble, but more in bad times”.  Stiglitz finishes the chapter by presenting an innovation that came out of Argentina after its financial crisis: A GDP-indexed bond. “That way, creditor interests would be aligned with Argentina’s interests, and they would work to try to help Argentina grow”.

Stiglitz argues that “the financial crisis showed that financial markets do not automatically work well, and that markets are not self correcting”. I am sure that a lot of economists will be counter arguing that the financial crisis have shown that markets are self correcting no matter what any government wants. He advocates a better balance between the role of the government and the role of the market. He is definitely right that the world needs better governments. I am not convinced that the world needs more government, either for saving banks (as the Hooverites did) or for retrofitting the economy in response to global warming (as Stiglitz wants them to do).

In Chapter 8 Stiglitz identifies that “the contrast between the handling of the East Asian crisis and the American crisis has not gone unnoticed. To pull America out of the hole, the country engaged in massive increases in spending and massive deficits, even as interest rates were brought down to zero…Why, people in the Third World ask, is the United States administering different medicine to itself?” The same question is asked by a lot of people in Greece, these days. I guess he should have examined the capacity of these countries to tax their people or borrow more money in order to be able to administer the same cure as the United States did.  Should the US have to run to the IMF for a rescue, I doubt that any medicine administered would be that much different. Stiglitz warns that although the poor suffered under market fundamentalism, they may “suffer again if new regimes again get the balance wrong with excessive intervention in the markets…There has been no successful economy that has not relied heavily on markets…Democracy and market forces are essential to a just and prosperous world”.

Stiglitz proposes that economics is a predictive science. Well, that may be true, but any other science seems to be much better than Stiglitz’s, on that account. He also warns that “one should be suspicious when one hears bankers take up the cause for the poor”. That should be so indeed, but very few people wouldn’t be suspicious! He should also warn that one should be suspicious when government directors, or university professors, take up the same cause. Just because some people are after money, while others are after power or glory, shouldn’t really stop anyone being suspicious of anybody trying to make a living out of helping the poor. People should also be suspicious when they hear professors take up the cause for more research, something that Stiglitz does not fail to do like a good academician.

Chapter 10 proposes that “externalities and other market failures are not the exception but the rule. There is meaning to individual and corporate responsibility. Firms need to do more than maximize their market value.”

In the Afterword of the 2010 paperback edition Stiglitz warns that “The notion that cutting wages is a solution to the problems of Greece, Spain and others within the Eurozone is a fantasy…There is a far easier solution: the exit of Germany from the Eurozone or the division of the Eurozone in two subregions…The imposed austerity will itself not only cause hardship in the afflicted countries but also weaken the European economy and undermine support for European integration. And brinkmanship carries with it a risk: in waiting too long or demanding too onerous conditions, the Eurozone may face a crisis far worse than that which it has experienced so far”.

Stiglitz’s message in this book is summarized on page 340: “The choices that our government made were by no means the worst possible, but they were far from the best.”

This book makes me make a hypothesis: To every market failure there is an associated government failure and vice versa (let’s call this the Economidian hypothesis).

Thursday, April 21, 2011

Cool it, Bjorn Lomborg, 2007

This is a book review I wrote a few years back while working on a secondment at the European Environment Agency in Copenhagen: Cool it, Book review

Saturday, April 9, 2011

Jacues Attali, Παγκόσμια κατάρρευση σε 10 χρόνια; Δημόσιο Χρέος: η τελευταία ευκαιρία, 2011


Ένα βιβλίο για το δημόσιο χρέος που προέρχεται από τον πρώτο Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης έχει την αξία του.

O Attali ξεκινά το βιβλίο του με μια φιλοσοφική προσέγγιση: «Το πρώτο χρέος του ανθρώπου είναι το χρέος της ζωής. Ο Θεός ή μια άλλη δύναμη μας “δανείζει” τη ζωή. Λατρεύουμε και ταυτόχρονα απεχθανόμαστε το δημιουργό μας...γιατί Αυτός (ή Αυτή) μας υπενθυμίζει με την ίδια του την ύπαρξή του τα όριά μας, τα λάθη μας και τα καθήκοντά μας απέναντί του....Δανειστές και δανειζόμενοι φοβούνται, εν γένει, τη μεταξύ τους εξάρτηση. Και οι μεν προσπαθούν να απαλλαγούν πρώτοι από τους δε. Για το λόγο αυτό, η βία που μπορεί να προκαλέσει η συσσώρευση απαιτήσεων και χρεών πολύ συχνά αποφεύγεται με την κατάργησή τους ανά τακτά χρονικά διαστήματα, είτε με τη θεία συγχώρεση είτε με έναν Κατακλυσμό ή ένα χρεοστάσιο. Κάθε τεσσαράκοντα εννέα έτη, αναφέρει η Βίβλος...Δανειζόμαστε λοιπόν, από αυτόν απ’ τον οποίο δεν τολμούμε να πάρουμε. Η πρώτη που δανείζεται είναι η λαϊκή εξουσία από τη θρησκευτική που αποταμιεύει τις εισφορές των πιστών».

Το βιβλίο συνεχίζει με μια ιστορική αναδρομή του δημόσιου χρέους (και τις αθετήσεις του). Το Δημόσιο Χρέος συνοδεύει την ιστορία της ανθρωπότητας από τουλάχιστον την αρχαία Ελλάδα όταν χρησιμοποιήθηκε από τις εμπόλεμες πόλεις, την Αθήνα και τη Σπάρτη, για τη χρηματοδότηση του πελοποννησιακού πολέμου από τα ιερά της Ολυμπίας και των Δελφών.

«Η ύβρις του δημόσιου χρέους συνέβαλε στην παρακμή των πόλεων-κρατών της αρχαίας Ελλάδας και στην άνοδο της Ρώμης…Τον 12ο αιώνα, στα αγγλικά μοναστήρια, το δημόσιο χρέος αρχίζει για πρώτη φορά να διαχωρίζεται από τους επικεφαλής που το συνάπτουν. Στη συνέχεια εκδηλώνεται στις ιταλικές πόλεις της Φλάνδρας τον 14ο αιώνα, στην ισπανική αυτοκρατορία τον 15ο, στο βασίλειο της Γαλλίας τον 16ο αιώνα, στην Ολλανδία τον 17ο αιώνα, στην Αγγλία τον 18ο αιώνα και στις Ηνωμένες Πολιτείες τον 19ο αιώνα. Καθένα από αυτά τα έθνη υπερισχύει των αντιπάλων του εάν κατορθώσει, συμπληρωματικά με την επιβολή όλο και πιο επαχθών φόρων, να δανειστεί επαρκώς από τους πολίτες του ή το εξωτερικό, για τη χρηματοδότηση πολέμων που θα εξασφαλίσουν εξωτερικές αγορές και κάποιες δημόσιες υποδομές, κυρίως λιμάνια, δρόμους και ταχυδρομεία. Αυτός που ήταν κάποτε δανειστής γίνεται ο αυριανός οφειλέτης. Αρχίζει, συνήθως, να δανείζει τους πιο ισχυρούς ασκούντες την εξουσία και στην συνέχεια τους αντικαθιστά προτού πέσει και ο ίδιος θύμα αυτής της πρακτικής. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, στην Ευρώπη, κυρίαρχος γίνεται ο λαός. Συνεπώς, κάθε πολίτης είναι υπεύθυνος για το δημόσιον χρέος...

Σε κάθε περίοδο, δημιουργείται ο ίδιος φαύλος κύκλος: οι δημόσιες ανάγκες ωθούν το κράτος να δημιουργήσει χρηματοπιστωτικά μέσα...δημιουργείται έτσι μια φούσκα (με την αύξηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων...) το σκάσιμο της οποίας υποχρεώνει τον ασκούντα εξουσία να επιβαρυνθεί περαιτέρω με χρέη και, εν συνεχεία να απαλλαγεί από τους πιστωτές του, είτε μέσω νέων φόρων είτε καθυστερώντας την αποπληρωμή των χρεών του ή ακόμα και αθετώντας την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του...Και έπειτα, έρχονται τα πάνω κάτω, ανακαλύπτουμε ότι το μέρος του κόσμου που εθεωρείτο πλούσιο είναι χρεωμένο προς το μέρος που εθεωρείτο φτωχό...

Πρόκειται για μια παράξενη κατάσταση, όπου οι πλούσιοι ζουν σε βάρος των φτωχών, όπου οι Κινέζοι οι οποίοι κερδίζουν λιγότερο από 1.000 ευρώ μηνιαίως διαθέτουν το ήμισυ του εισοδήματός τους για τη χρηματοδότηση των μισθών των Αμερικανών δημοσίων υπαλλήλων, στρατιωτικών ή ερευνητών, που κερδίζουν πάνω από το δεκαπλάσιο του εισοδήματος των πρώτων, όπου το τραπεζικό σύστημα χρηματοδοτεί την κατανάλωση των χωρών του Βορρά με τις αποταμιεύσεις των χωρών του Νότου εισπράττοντας εν τω μεταξύ μεγάλες προμήθειες, όπου οι γηραιότεροι ζουν από τη δουλειά των νέων, όπου οι αρχηγοί των φτωχών κρατών δεν επιθυμούν να δουν τους πολίτες τους να πλουτίζουν γρήγορα, όπου κανείς δε θέλει να μάθει ποια είναι τα πραγματικά χρέη των κρατών, όπου η θεωρία απορρίπτεται εντελώς και αδυνατεί ακόμα και να προσδιορίσει τις σχετικές έννοιες, πολλώ δε μάλλον να προβεί σε μια πρακτική εφαρμογή των εννοιών αυτών, όπου όλοι μεταφέρουν το «λογαριασμό» σε αναρίθμητους αποδιοπομπαίους τράγους.

Σήμερα, πολλοί από τους ιθύνοντες σκέφτονται να γλυτώσουν με χίλια δυο τεχνάσματα...Εάν η σημερινή τάση δεν αντιστραφεί άμεσα, το γαλλικό κράτος, όπως και πολλά άλλα, θα αδυνατεί κάποια μέρα (πολύ πιο σύντομα από όσο νομίζουμε) να διατηρήσει την ομαλή λειτουργία των βασικότερων δημοσίων υπηρεσιών, δηλαδή σχολείων, νοσοκομείων, ενόπλων δυνάμεων και σωμάτων ασφάλειας, ή να καταβάλει συντάξεις. Το ίδιο θα συμβεί και με πολλούς κοινωνικούς φορείς και φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης...

Θα πρέπει επίσης να προετοιμαστούμε, ειδικά στη Γαλλία, να κάνουμε μεγάλη οικονομία, να αυξήσουμε αισθητά τη φορολογία και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, ακόμα και να επιτρέψουμε την ύπαρξη ενός κάποιου πληθωρισμού...Επιπλέον πρέπει να διασφαλίζεται ότι το δημόσιο χρέος χρηματοδοτεί μόνο μελλοντικές δαπάνες, δηλαδή επενδύσεις σε υποδομές, υλικές ή άυλες, που είναι φορείς μιας νέας ανάπτυξης...Συνεπώς, η εξάλειψη του κακού χρέους προϋποθέτει την ανάπτυξη του καλού χρέους.

Το μέλλον εξαρτάται από την τροπή που θα πάρει η σχετική συζήτηση...Συνεπώς εξαρτάται από τους εκλογείς, ως άμεση προτεραιότητα, να μην αφήσουν το κράτος στα χέρια εκείνων που σκέφτονται σαν να μην έπρεπε να λογοδοτήσουν ποτέ για τις πράξεις τους στις μελλοντικές γενιές.»

Ο Attali αντλεί δώδεκα διδάγματα από την ιστορία του δημόσιου χρέους:

«Δέκατο μάθημα:...Σε περίπτωση υπερβολικού χρέους υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν οκτώ λύσεις: αύξηση φόρων, μείωση δαπανών, ενίσχυση της ανάπτυξης, μείωση των επιτοκίων, άνοδος του πληθωρισμού, πόλεμος, εξωτερική στήριξη ή αθέτηση των υποχρεώσεων. Όλα αυτά τα μέσα χρησιμοποιήθηκαν και θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται, μιας και δεν υπάρχει κανένα άλλο.»

«Δωδέκατο μάθημα: Κάθε υπεύθυνο κράτος θα πρέπει να αποφεύγει να χρηματοδοτεί τη λειτουργία του μέσω δανείων, ενώ θα πρέπει να περιορίζει τις επενδύσεις του με βάση την ικανότητά του να εξοφλεί τα χρέη του.»

Το βιβλίο συνεχίζει διαχωρίζοντας το καλό και κακό χρέος:

...«ένα “δάνειο” είναι καλό μόνο εάν χρησιμοποιείται ορθολογιστικά, δηλαδή εάν αποφέρει περισσότερα οφέλη από το βάρος του.»

«Το δημόσιο χρέος είναι “κακό» εάν χρηματοδοτεί κρατικές λειτουργικές δαπάνες και ακόμα περισσότερο εάν χρηματοδοτεί άσκοπες λειτουργικές δαπάνες ή άσκοπες δαπάνες για επενδύσεις που αποτελούν πηγές σπατάλης...ενώ είναι ιδιαιτέρως “κακό” εάν χρηματοδοτεί τα μέσα επιβίωσης ενός δικτάτορα ή εάν εξυπηρετεί μόνο τα συμφέροντα των πιστωτών.»

Ο Attali, εισηγείται τη δημιουργία ενός νέου ευρωπαϊκού  οργανισμού, ενός Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαχείρισης Διαθεσίμων, με αποστολή να «παρέχει στους προϋπολογισμούς των ευρωπαϊκών κρατών νέους χρηματοδοτικούς πόρους σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα για τη χρηματοδότηση των τρεχόντων δημοσίων χρεών τους και του μεταγενέστερου “καλού” χρέους τους. Καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει σήμερα καθόλου χρέος, ο οργανισμός αυτός θα διέθετε σημαντική δυνατότητα δανεισμού».

Ο Attali, τολμά ακόμη να εισηγηθεί μια παγκόσμια αρχιτεκτονική διαχείρισης των δημοσίων χρεών, πράγμα που θα μπορούσε να μετατρέψει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε παγκόσμια κεντρική τράπεζα που θα διασφάλιζε τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητα όλων των κυρίαρχων κρατών... «Εξυπακούεται ότι όλα τα παραπάνω δεν θα είχαν κανένα νόημα, αν αυτοί οι παγκόσμιοι οργανισμοί δεν λειτουργούσαν δημοκρατικά. Εξού και η ιδέα μιας παγκόσμιας Γενικής Συνέλευσης. Όπως φαίνεται όμως, απέχουμε παρασάγγας από μια τέτοια ουτοπία.»

Οι εισηγήσεις του Attali, στο τέλος της ημέρας συνίστανται στη δημιουργία νέων χρηματοπιστωτικών μέσων, πράγματα που ο ίδιος αναγνωρίζει ότι αποτελούν την αρχή του φαύλου κύκλου της δημιουργίας των δημοσίων χρεών. Θα μπορούσαν άραγε τα νέα αυτά μέσα και οργανισμοί να μετατρέψουν πράγματι το «κακό» σε «καλό» δημόσιο χρέος ή απλά αποτελούν ακόμα ένα από τα χίλια δυο τεχνάσματα, με τα οποία οι ιθύνοντες σκέφτονται να γλυτώσουν, όπως ο ίδιος ο Attali προειδοποιεί;