Saturday, December 29, 2012

Paulo Coelho, Ο Αλχημιστής, 1988 (O Alquimista)


Ένα από τα καλύτερα πράγματα που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος όταν αρχίσει να αναπολεί το παρελθόν με νοσταλγία είναι να ξανά-διαβάσει κάποιο βιβλίο που του άρεσε την τότε εποχή. Διάβασα για πρώτη φορά τον Αλχημιστή πριν περίπου 15 χρόνια. Ήταν ένα από τα βιβλία που μου άρεσαν τόσο, ώστε να μου δώσουν την όρεξη να αρχίσω να διαβάζω περισσότερα λογοτεχνικά βιβλία. Ευχαριστώ τον Θεό που υπάρχουν άνθρωποι σαν τον Coelho. Τους συγγραφείς που έχουν το χάρισμα να σκέφτονται και να γράφουν ωραία πράγματα που δίνουν ελπίδα, νόημα και χαρά στη ζωή των αναγνωστών τους.

Το μυθιστόρημα αφορά τη ζωή του Σαντιάγου. Ενός νεαρού βοσκού που ξεκινά από την Ανδαλουσία της Ισπανίας αναζητώντας τον προσωπικό του μύθο μέσα από περιπέτειες, χαρές και κακουχίες. Δε φοβάται να ονειρεύεται και να επιθυμεί όσα θα ήθελε να πραγματοποιήσει στη ζωή του. Γνωρίζει ότι κανένας άλλος δε γνωρίζει πως πρέπει να ζει τη δική του ζωή. Μαθαίνει ότι αν αφεθεί στο έλεος της μοίρας κάποια στιγμή θα χάσει την ικανότητα να ελέγχει τη ζωή του. Αναγκάζεται να επιλέξει ανάμεσα σε κάτι που έχει συνηθίσει και κάτι που θέλει να αποκτήσει. Μαθαίνει ότι το μυστικό της ευτυχίας βρίσκεται στο να κοιτάζεις τα θαύματα του κόσμου , χωρίς να ξεχάσεις ποτέ τα πράγματα που γνοιάζεσαι. Διδάσκεται ότι «δεν μπορείς να εμπιστεύεσαι έναν άνθρωπο, αν δε γνωρίζεις το σπίτι του». Μαθαίνει ότι «καμιά φορά είναι αδύνατο να εμποδίσεις το ποτάμι της ζωής». Μακτούμπ: Έτσι είναι γραφτό. Αισθάνεται απέραντη χαρά όταν ανακαλύπτει τη δυνατότητα της ελεύθερης επιλογής: «Όποτε ήθελε θα μπορούσε να ξαναγίνει βοσκός. Όποτε ήθελε θα μπορούσε να ξαναγίνει πωλητής κρυστάλλων».  Αντιλαμβάνεται ότι «οι αποφάσεις ήταν μόνο μια αρχή για κάτι: Όταν κάποιος έπαιρνε μια απόφαση στην πραγματικότητα βουτούσε σε ένα δυνατό ρεύμα που τον παρέσερνε προς ένα τόπο που δεν είχε ποτέ του φανταστεί τη στιγμή της απόφασης». Καταλαβαίνει ότι «η έρημος είναι τόσο μεγάλη, οι ορίζοντές της τόσο μακρινοί, που αισθανόμαστε μικροί και παραμένουμε σιωπηλοί...Όποτε κοιτούσε τη θάλασσα ή τη φωτιά, μπορούσε να παραμείνει ώρες σιωπηλός, χωρίς σκέψεις, βυθισμένος στην απεραντοσύνη και τη δύναμη των στοιχείων της φύσης». Καταλαβαίνει το λόγο του Αλλάχ: «Κανείς δε φοβάται το άγνωστο γιατί ο κάθε άνθρωπος είναι ικανός να κατακτήσει ό,τι επιθυμεί και ό,τι χρειάζεται. Το μόνο που φοβόμαστε είναι μήπως χάσουμε αυτά που έχουμε , είτε πρόκειται για τη ζωή μας είτε για τις καλλιέργειές μας. Όμως ο φόβος αυτός παύει να υπάρχει όταν καταλάβουμε ότι η ιστορία μας και η ιστορία του κόσμου γράφτηκε από το ίδιο Χέρι».  Μαθαίνει για την «κινητήρια αρχή των πάντων. Στην αλχημεία τη λένε Ψυχή του κόσμου. Όταν επιθυμούμε κάτι με όλη μας την καρδιά, προσεγγίζουμε πιο πολύ την Ψυχή του Κόσμου. Είναι πάντοτε θετική δύναμη». Μαθαίνει ότι «ο καθένας μαθαίνει με το δικό του τρόπο»... «Γιατί δε ζω ούτε στο παρελθόν ούτε στο μέλλον μου. Έχω μόνο το παρόν, αυτό με ενδιαφέρει. Αν μπορείς να μένεις πάντα στο παρόν, θα είσαι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Θα καταλάβεις ότι στην έρημο υπάρχει ζωή, ότι ο ουρανός έχει αστέρια και ότι οι πολεμιστές πολεμούν γιατί αυτό είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης. Η ζωή θα είναι μια γιορτή, ένα μεγάλο πανηγύρι, γιατί είναι πάντα και μόνο η στιγμή που ζούμε». Ανακαλύπτει την αγάπη. «...το μόνο που υπάρχει εκείνη τη στιγμή είναι η απίστευτη βεβαιότητα ότι τα πάντα κάτω από τον ήλιο γράφτηκαν από το ίδιο Χέρι. Το Χέρι που γεννάει την αγάπη και δημιουργεί μια δίδυμη ψυχή για τον κάθε άνθρωπο που εργάζεται, ξεκουράζεται και ψάχνει θησαυρούς κάτω από τον ήλιο. Γιατί χωρίς αυτό, τα όνειρα της ανθρώπινης φύσης δε θα είχαν κανένα νόημα...όπου είναι η καρδιά σου εκεί είναι ο θησαυρός σου...η καρδιά του βάλθηκε να του διηγείται τα πράγματα της ψυχής του Κόσμου. Του είπε ότι κάθε ευτυχισμένος άνθρωπος κουβαλούσε το Θεό μέσα του. Και ότι την ευτυχία μπορούμε να τη βρούμε σ’ένα απλό κόκκο άμμου της ερήμου...δυστυχώς λίγοι είναι εκείνοι που ακολουθούν τον δρόμο που είναι χαραγμένος για αυτούς, το δρόμο του Προσωπικού Μύθου της ευτυχίας. Νοιώθουν τον κόσμο σαν κάτι το απειλητικό και γι’ αυτό γίνεται ο κόσμος κάτι το απειλητικό...Πάντα πριν πραγματοποιήσει ένα όνειρο, η Ψυχή του Κόσμου αποφασίζει να ελέγξει τι μαθεύτηκε κατά την πορεία. Και αυτό, όχι επειδή είναι κακιά, αλλά για να μπορέσουμε, μαζί με το όνειρό μας, να κάνουμε κτήμα και αυτά που μάθαμε κατά την πορεία μας προς τα εκεί. Αυτή είναι η στιγμή που οι περισσότεροι άνθρωποι τα παρατάνε. Είναι αυτό που στη γλώσσα της ερήμου το λέμε: Να πεθάνεις από δίψα, ενώ οι φοινικιές φαίνονται πια στον ορίζοντα...Μια αναζήτηση αρχίζει πάντα με την τύχη του πρωτάρη. Και τελειώνει πάντα με τη δοκιμασία του κατακτητή...η πιο σκοτεινή ώρα ήταν εκείνη πριν από την  ανατολή». «Όταν έχουμε τους μεγάλους θησαυρούς μπροστά μας, δεν το παίρνουμε είδηση. Και ξέρεις γιατί; Γιατί οι άνθρωποι δεν πιστεύουν σε θησαυρούς». «Όποιος επεμβαίνει στον Προσωπικό μύθο των άλλων ποτέ δε θα ανακαλύψει το δικό του». «Ο αλχημιστής ζήτησε τσάι από ένα πολεμιστή και έχυσε λίγο πάνω στους καρπούς του αγοριού. Ένα κύμα ηρεμίας απλώθηκε στο σώμα του, ενώ ο αλχημιστής του έλεγε λόγια που εκείνο δεν μπορούσε να καταλάβει. Να μην παραδοθείς στην απελπισία, είπε αλχημιστής με μια παράξενη γλυκιά φωνή. Αυτό σ’ εμποδίζει να μιλήσεις με την καρδιά σου...Όποιος ζει τον Προσωπικό Μύθο του ξέρει ό,τι χρειάζεται να ξέρει. Μόνο ένα πράγμα καταντά απραγματοποίητο όνειρο: ο φόβος της αποτυχίας». «Οι αλχημιστές το κάνουν αυτό. Δείχνουν ότι, όταν προσπαθούμε να γίνουμε καλύτεροι απ’ ότι είμαστε, τα πάντα γύρω μας γίνονται επίσης καλύτερα...Εμείς είμαστε εκείνοι που τροφοδοτούμε τη Ψυχή του Κόσμου και η γη που ζούμε θα είναι καλύτερη ή χειρότερη , αν εμείς είμαστε καλύτεροι ή χειρότεροι. Εκεί μπαίνει τότε η δύναμη της αγάπης, γιατί όταν αγαπάμε, επιθυμούμε πάντα να γίνουμε καλύτεροι απ’ ό,τι είμαστε».

Απολαμβάνοντας το ταξίδι και τις γνώσεις που κερδίζει, θα φθάσει τελικά στις πυραμίδες της Αιγύπτου όπου θα ανακαλύψει ότι ο θησαυρός που ψάχνει βρίσκεται εκεί από όπου ξεκίνησε, πίσω στην Ανδαλουσία. Το ταξίδι του θα διακοπεί πολλές φορές. Βρίσκει όμως κουράγιο στα λόγια ενός σοφού γέροντα όταν πρωτοξεκίνησε: «Όταν θέλεις πάρα πολύ κάτι, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να τα καταφέρεις». «Είχε όμως φτάσει μέχρι το θησαυρό του και ένα έργο μόνο τότε είναι ολοκληρωμένο, όταν φτάνουμε στο στόχο μας».