Το
βιβλίο αυτό αποτελεί το εξεταζόμενο λογοτεχνικό βιβλίο στο μάθημα των ελληνικών
για την Γ Λυκείου, 2011-2012. Γραμμένο
σε απλή γλώσσα το μυθιστόρημα αυτό πραγματικά απορροφά τον αναγνώστη. Εγώ το
τέλειωσα μέσα σε μερικές μέρες.
Η
ιστορία αφορά την μεταπολεμική Ελλάδα και τους Έλληνες. Ο Κώστας, γεννημένος το
1940 στη Σούρπη της Θεσσαλίας, εργάζεται ξενιτεμένος κατά τη δεκαετία του 1960,
ως ανειδίκευτος εργάτης, χαμάλης, σε ένα εργοστάσιο συναρμολόγησης φαναριών
αυτοκινήτων στη Στουτγάρδη της Γερμανίας. Κουβαλάει κασόνια με παραγγελίες από
την παραγωγή στο τμήμα αποστολών. Τον βοήθησε να πάει στη Γερμανία ο Σταύρος, ο
κολλητός του φίλος στο στρατό. Ο Σταύρος αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα
και κανόνισε τον Κώστα ως αντικαταστάτη του στη δουλειά. Το εργοστάσιο εργάζεται
ως καλοκουρδισμένο ρολόι. Όλα μελετημένα στην τελευταία λεπτομέρεια. Δε
χρειάζεται να σκέπτεται ή να αποφασίζει για τίποτα. Απλώς να εκτελεί την
καθημερινή του ρουτίνα με την απαραίτητη απόδοση, τη νόρμα του.
Ο
Κώστας χάνει τη μητέρα του στα 15 του χρόνια και αναγκάζεται να εγκαταλείψει το
σχολείο για να βοηθήσει τον πατέρα και την αδελφή του. Βρίσκει δουλειά του σε
ένα ξυλάδικο στο Βόλο με ένα μπαγαπόντη μάστορα που βγάζει λεφτά πουλώντας
μεταχειρισμένη ξυλεία για καινούρια, ενώ το αφεντικό κάνει λεφτά και όνειρα ξεγελώντας
την εφορία. Ο πατέρας του Κώστα, Εαμίτης κατά τη διάρκεια του πολέμου,
βρίσκεται υπό δυσμένεια και γλιτώνει τη θανατική ποινή που επιβλήθηκε στους
συντρόφους του, με τη βοήθεια της αδελφής του που είναι προύχοντας στο Βόλο και
που η ίδια κινδύνευσε να κατηγορηθεί ως δωσίλογος για τη συνεργασία της με τους
κατακτητές. Τον βαραίνει όμως η υποψία ότι τη γλύτωσε επειδή πρόδωσε τους
συντρόφους του και περιθωριοποιείται. Για πολλά χρόνια οι αρχές τον καλούν να
υπογράψει μια νέα δήλωση μετάνοιας και αποκήρυξης που δημοσιοποιείται στον
τύπο. Στο ραφτάδικο που διατηρεί δεν πατάει σχεδόν κανείς. Αφού ο Κώστας παντρεύει
την αδελφή του την Αναστασία, χάνει και τον πατέρα του. Φεύγει για τη Γερμανία.
Ο
συγγραφέας αναδεικνύει μέσα από το μυθιστόρημά του την Ελλάδα της μιζέριας, της
μικροαπατεωνιάς, των χαμένων γενιών των πολέμων, του εμφυλίου, της δικτατορίας.
Ο καθένας θεωρεί τον εαυτό του εξυπνότερο και προσπαθεί να ξεγελάσει τον άλλο και
στο τέλος όλοι ζημιώνουν. Στη Γερμανία
συναντά τους Έλληνες της διασποράς, άλλοι φευγάτοι από τη φτώχια, άλλοι
κυνηγημένοι από τη δικτατορία, άλλοι αιώνιοι φοιτητές, που συναντώνται
περιστασιακά στο ελληνικό καφενείο και παριστάνουν τους πολύξερους και τους φιλόσοφους.
Με λόγια μόνο, δίχως έργα. Κάνει παρέα με το Σκουρογιάννη, ένα παλαιότερο
μετανάστη, εργάτη και αυτόν σε κάποιο άλλο εργοστάσιο. Τα σαββατοκύριακα, γνωρίζει
τον έρωτα και τις εφήμερες σχέσεις, με τις φιλελεύθερες αλλά τίμιες και χωρίς
υποκρισίες γερμανίδες. Ζει τη μοναξιά του. Χαζεύει στις βιτρίνες των
καταστημάτων και αγοράζει μπιχλιμπίδια που δε χρειάζεται. Βιώνει με τα πενιχρά
του μέσα την κοινωνία της κατανάλωσης. Νοιώθει
ξένος, ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα. Τον εντάσσουν στη συντεχνία και εργάζεται
με μεγαλύτερη άνεση. Σε μερικά χρόνια το εργοστάσιο κλείνει και χάνει τη
δουλειά του. Ως ένας ξένος άνεργος μετανάστης, γεννιέται μέσα του ο συγγραφέας.
Η
ιστορία μεταφέρεται από τον Κώστα στην Αναστασία και τη ζωή της στους Μολάους
της Πελοποννήσου, στο Σκουρογιάννη που επιστρέφει στο Ντομπρίνοβο της Πίνδου
μετά από 20 χρόνια εργασίας στη Γερμανία αποφασισμένος να ζήσει ελεύθερος χωρίς
δουλειές και φασαρίες, στο Σταύρο που παντρεύεται και διατηρεί εστιατόριο μαζί
με τη γυναίκα του έχοντας ξεχάσει το μεράκι και τα όνειρά του.
Το βιβλίο
αυτό συνδέει τους νέους με τους πατεράδες, τις μανάδες, τους παππούδες τους.
Τους βοηθά να αντιληφθούν τις κακουχίες και τις αντιλήψεις τους, την κακομοιριά
των Ελλήνων και της ελληνικής κοινωνίας, τους ξύπνιους που έγιναν πλούσιοι αλλά
εργάζονται «να μην αφήσουν το ρωμαίικο να γίνει κράτος». Τους βοηθά να εκτιμήσουν
ίσως τις ελευθερίες και τις ανέσεις της σημερινής εποχής που κτίστηκαν με ιδρώτα,
ξενιτιά και αγριάδα, από ανθρώπους χωρίς μεγάλα όνειρα που τους «ξέφυγε η ζωή
μέσα από τα χέρια τους».
«Και το
βιβλίο αυτό δεν έχει μέσα τις συμβουλές και τις οδηγίες που σου δίνουν από
παντού, τις παρηγοριές που ξεγελούν για λίγο, δεν έχει την πυξίδα που σου
λείπει, την πανοπλία που χρειάζεται να ντυθείς – να φυλαχτείς, να κτυπηθείς, να
νικήσεις...Της ελπίδας το βιβλίο θα‘ θελα να‘ ναι το δεύτερο αυτό το δικό σου.
Για το σημερινό, το δικό μας κόσμο, που δεν τον βλέπεις ακόμα, δεν ξέρεις πως
είναι – και δεν τον φοβάσαι...Αυτής της ελπίδας πως έτσι πηγαίνοντας, μέσ’ απ ‘
την έρημη λεωφόρο, περνώντας ακόμα μέσ’ απ’ αυτή δεν ξέρω πότε, θα βρούμε στο
τέλος τους άλλους. Που δεν έχουν πια περισσότερα από σένα, δεν βλέπουν, δεν
ξέρουν κι αυτοί περισσότερα...Τους είδες τώρα, τους ξέρεις, πως τρέχουν το πρωί
στα λεωφορεία, πως κατεβαίνουν στα μετρό, πως αραδιάζονται – ανύπαρκτοι, τα
νούμερα μόνο – μπροστά στα πράσινα μηχανάκια με τις καρτέλες, πως το ζητάνε το
βράδυ και κείνοι το κάτι αυτό το ανεκπλήρωτο το δικό τους. Ως την άλλη μέρα, ως
το άλλο πρωί, για να τον αρχίσουν πάλι τον ίδιο δρόμο της δικής τους μοναξιάς ο
καθένας...Και θα τους βρούμε, θα μας βρουν. Και θα τις κάνουμε τότε μαζί τους
δικές μας τις μεγάλες αυτές πολιτείες των ξένων. Σε μια καινούργια ανθρώπινη
κοινωνία – του δικού μας κόσμου του σημερινού...χωρίς τυράννους, χωρίς σωτήρες
αλάθευτους. Με τη νόρμα τους, που τη
θέλεις χωρίς τους Μύλλερ. Με την τάξη τους, που αγαπάς, χωρίς ξανθές της
αστυνομίας, Με τους εγκεφάλους, στα πάνω πατώματα, που να’ ναι ο ψηλός, να’ ναι
από μας. Με την αφθονία τους, που να’ ναι χρήσιμη και να’ ναι για όλους. Και θα
την φκιάσουμε έτσι και μια πατρίδα για μας – εκεί στην πατρίδα μας, την
Ελλάδα.»
Όπως
αναφέρεται στο υποστηρικτικό
υλικό του Υπουργείου Παιδείας ο συγγραφέας προσχώρησε στο Κομμουνιστικό
Κόμμα το 1934-35 και το 1936 συνελήφθηκε, βασανίστηκε και εξορίστηκε από τη
δικτατορία Μεταξά. Κατά τη διάρκεια της αντίστασης, εντάχθηκε από τους πρώτους
στο ΕΑΜ. Με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, εγκαταστάθηκε στην Ουγγαρία.
Σύμφωνα με τη Βικιπαιδεία
σπούδασε βυζαντινή ιστορία και
λογοτεχνία και μετά από Υποτροφία στο Ανατολικό Βερολίνο διορίστηκε το 1962 ως
βοηθός στην έδρα της Βυζαντινής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Βουδαπέστης. Ίδρυσε
το Νεοελληνικό Ινστιτούτο και παράλληλα επιμελήθηκε την έκδοση έργων
νεοελληνικής λογοτεχνίας στην ουγγρική γλώσσα.
Διαβάζοντας
για τον συγγραφέα, δημιουργούνται εύλογες υποψίες πως υπάρχουν πολιτικές
σκοπιμότητες της κυβέρνησης Χριστόφια πίσω από την επιλογή του βιβλίου αυτού. Βρίσκω
όμως το βιβλίο αυτό πολύ πιο σχετικό για τους νέους, από τη Φόνισσα του
Παπαδιαμάντη που αντικατέστησε. Είναι ένα πραγματικά εξαιρετικό βιβλίο, όπου ο
συγγραφέας δεν εκδηλώνει τις κομμουνιστικές καταβολές του. Αυτό ίσως αποτελεί
και την προσπάθεια της κυβέρνησης, να καταδείξει ότι ο κομμουνισμός έχει να
παρουσιάσει σκεπτόμενους και προοδευτικούς ανθρώπους. Στις μέρες όμως αυτές,
της ανόδου του φασισμού και της ξενοφοβίας, είναι καιρός να εμπεδώσουμε στους
νέους μας ότι κανένα μη δημοκρατικό πολίτευμα, συμπεριλαμβανομένου εκείνου του
μονοκομματικού κομμουνισμού, δεν είναι αποδεκτό για τη σημερινή κοινωνία,
άσχετα με τη λαϊκή υποστήριξη που καταφέρνει να εξασφαλίζει λόγω της άγνοιας ή
της απελπισίας των ψηφοφόρων, αλλά και της ανικανότητας και της διαφθοράς εκείνων που καταφέρνουν να εκπροσωπούν τις αποδεκτές
δημοκρατικές παρατάξεις. Τις παρατάξεις δηλαδή που αναγνωρίζουν ότι τα
δικαιώματά τους σταματούν εκεί που αρχίζουν τα δικαιώματα των άλλων. Θα ήταν
άραγε αποδεκτό να αρχίζουμε να διδάσκουμε στα σχολεία αξιόλογα λογοτεχνικά έργα
από λογοτέχνες με φασιστικές ή ναζιστικές καταβολές; Γιατί όχι. Ίσως έτσι να μαθαίναμε.
Να μαθαίναμε ότι οι σπουδαίοι δεν είναι πάντα σπουδαίοι, ότι μπορούν να είναι
και αυτοί επιρρεπείς σε μεγάλα λάθη, ότι δεν είναι «σωτήρες αλάθευτοι». Να μαθαίναμε
ότι οι αποκρουστικοί δεν είναι πάντα αποκρουστικοί, ότι μπορούν να είναι και
αυτοί σπουδαίοι. Είναι καιρός να μάθουμε να αναγνωρίζουμε το ψέμα και την
υποκρισία. Μόνο έτσι θα σταματήσουν να υποκρίνονται ότι είναι κομμουνιστές ή
φασίστες, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να
αναγνωρίσουμε και αποβάλουμε τη στείρα αντίδραση, τη ζήλια, τη μισανθρωπία και
τη μνησικακία. Μόνο έτσι θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε γιατί οι άνθρωποι στρέφονται
στον κομμουνισμό ή στο φασισμό όταν πλέον χάσουν κάθε ελπίδα.
No comments:
Post a Comment