Πρέπει
να ομολογήσω ότι δεν έχω διαβάσει πολλά σε θέματα διεθνών σχέσεων ή εξωτερικής
πολιτικής. Ίσως να είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο νοιώθω πως έχω αποκομίσει
τόσα πολλά από αυτό το βιβλίο.
Καταρχήν,
ο συγγραφέας προτείνει ότι η εξωτερική πολιτική της Αμερικής θα πρέπει να
καθοδηγείται από τη συγχώνευση των αξιών
με τα συμφέροντα, του ιδεαλισμού με το ρεαλισμό. Καθορίζει σε απλή γλώσσα
τους βασικούς λόγους ύπαρξης των κρατών: «Ένα κράτος αποτελεί εξ’ορισμού την
έκφραση κάποιας έννοιας δικαιοσύνης, η οποία νομιμοποιεί τόσο τις εσωτερικές
διευθετήσεις του όσο και μια προβολή ισχύος που καθορίζει την ικανότητά του να
εκπληρώνει τις ελάχιστες λειτουργίες του – δηλαδή, να προστατεύει τον πληθυσμό
του από εξωτερικούς κινδύνους και εσωτερικές αναστατώσεις. Όταν όλα τα στοιχεία
βρίσκονται ταυτόχρονα σε μια κατάσταση ρευστότητας – συμπεριλαμβανομένης και
της έννοιας του τι είναι ξένο -, είναι αναπόφευκτη μια περίοδος αναταραχής».
Το
βιβλίο εισηγείται ότι οι βασικές αρχές που διαμόρφωναν μέχρι σήμερα τις
διεθνείς σχέσεις καθορίστηκαν στη συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648, συμπεριλαμβανομένου
του δόγματος της εθνικής κυριαρχίας ως ακρογωνιαίου λίθου της συνθήκης. Η συνθήκη αυτή αναδύθηκε μέσα από τη σφαγή του
Τριακονταετή πολέμου, «στη διάρκεια του οποίου σκοτώθηκε στο όνομα της
ιδεολογικής – εκείνη την εποχή θρησκευτικής – ορθοδοξίας, το 30% του πληθυσμού
της Κεντρικής Ευρώπης». Ο πόλεμος αυτός
προέκυψε μέσα από τη Μεταρρύθμιση, «που κατέστρεψε τη θρησκευτική ενότητα, και
της τυπογραφίας που επέτρεψε την πρόσβαση στην αυξανόμενη θρησκευτική διαφορετικότητα».
Σήμερα, η «αναπόφευκτη μεταβολή της διεθνούς τάξης πραγμάτων προκύπτει από
αλλαγές στις εσωτερικές δομές πολλών εκ των βασικών συμμετεχόντων σε αυτή, αλλά
και από τον εκδημοκρατισμό της πολιτικής, την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας
και την ταχύτητα των επικοινωνιών».
“Σήμερα,
η τάξη πραγμάτων που βασιζόταν στη Συνθήκη της Βεστφαλίας διέρχεται μια
συνολική κρίση. Οι αρχές της αμφισβητούνται παρόλο που δεν έχει ακόμη
εμφανιστεί μια αποδεκτή εναλλακτική λύση. Η μη επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις
των άλλων κρατών έχει εγκαταλειφθεί, όχι μόνο από τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά
και από πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης, προς όφελος της Έννοιας της
οικουμενικής ανθρωπιστικής επέμβασης ή μιας οικουμενικής δικαιοδοσίας». Κοινό χαρακτηριστικό όλων των εποχών φαίνεται
να είναι ο περιορισμός της αυθαίρετης χρήσης ισχύος. «Ταυτόχρονα, η μέχρι
σήμερα κυρίαρχη έννοια για το έθνος-κράτος άρχισε να υφίσταται μια
μεταμόρφωση...Από τις “μεγάλες δυνάμεις” στην αρχή της νέας χιλιετίας, μόνο οι
δημοκρατίες της Ευρώπης και η Ιαπωνία πληρούν τα κριτήρια αυτού του ορισμού. Η
Κίνα και η Ρωσία αποτελούνται από ένα εθνικό και πολιτισμικό πυρήνα με
πολυεθνικά χαρακτηριστικά. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ολοένα και περισσότερο
εξομοιώνουν της εθνική τους ταυτότητα με την πολυεθνικότητα. Στον υπόλοιπο
κόσμο, τα κράτη με μεικτή εθνική σύνθεση αποτελούν τον κανόνα και η συνοχή
πολλών από αυτά απειλείται από υπηκόους τους που ανήκουν σε διαφορετικές
εθνότητες και επιζητούν την αυτοδιάθεση ή την ανεξαρτησία τους με βάση τα
δόγματα του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα για τον
εθνικισμό και την αυτοδιάθεση. Ακόμη και στην Ευρώπη, η υπογεννητικότητα και η
μετανάστευση θέτουν την πρόκληση της πολυεθνικότητας...Τα ιστορικά έθνη κράτη,
έχοντας επίγνωση ότι το μέγεθός τους είναι ανεπαρκές για να διαδραματίσουν σημαντικό
ρόλο σε παγκόσμια κλίμακα επιζητούν να συνασπιστούν σε μεγαλύτερες οντότητες. Η
Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί μέχρι σήμερα την πιο ολοκληρωμένη έκφραση αυτής της
πολιτικής...Το στοιχείο που οδηγεί την καθεμία από αυτές τις νέες οντότητες να
προσδιορίζει την ταυτότητά της...είναι η διαφοροποίησή της από τις κυρίαρχες
δυνάμεις της περιοχής...Για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Mersocur, ο εχθρός είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες.»
«Μέχρι
την απαρχή της πυρηνικής εποχής, το έναυσμα για τους πολέμους ήταν, τις
περισσότερες φορές, οι διαμάχες για εδάφη ή για την πρόσβαση σε φυσικούς
πόρους. Οι κατακτήσεις πραγματοποιούνταν για να αυξηθεί η ισχύς και η επιρροή
ενός κράτους. Στη σημερινή εποχή, το έδαφος έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό τη
σημασία του ως στοιχείο εθνικής ισχύος. Η τεχνολογική πρόοδος μπορεί να αυξήσει
πολύ περισσότερο την ισχύ μιας χώρας από οποιαδήποτε ενδεχόμενη εδαφική
επέκταση...Σιγκαπούρη...Ισραήλ...Η παγκοσμιοποίηση παρήγαγε μια χωρίς
προηγούμενο ευημερία, αν και όχι ομοιόμορφα. Απομένει να δούμε αν θα επιταχύνει
το ίδιο δραστικά με την παγκόσμια ευημερία και τις αρνητικές τάσεις, θέτοντας
τις προϋποθέσεις για μια παγκόσμια καταστροφή. Ενδέχεται επίσης η
παγκοσμιοποίηση – όντας αναπόφευκτη – να προκαλέσει μια διαβρωτική αίσθηση
αδυναμίας, καθώς οι αποφάσεις που επηρεάζουν τις εκατομμυρίων ανθρώπων
υπόκεινται ολοένα και λιγότερο στον τοπικό πολιτικό έλεγχο. Υπάρχει ο κίνδυνος η οικονομία και η
τεχνολογία να αποκτήσουν, εξαιτίας της πολυπλοκότητάς τους, μεγαλύτερες
δυνατότητες από τη σημερινή πολιτική».
Ο συγγραφέας
αναλύει στο βιβλίο του τέσσερα διεθνή συστήματα:
1. Στις σχέσεις ανάμεσα στις Ηνωμένες
Πολιτείες, τη Δυτική Ευρώπη και το Δυτικό Ημισφαίριο, όπου η ειρήνη βασίζεται
στη δημοκρατία και την οικονομική ανάπτυξη. «Τα κράτη είναι δημοκρατικά. Οι
οικονομίες είναι προσανατολισμένες στην αγορά. Οι πόλεμοι είναι αδιανόητοι
οπουδήποτε αλλού εκτός από την περιφέρεια και οφείλονται σε εθνοτικές
αντιπαραθέσεις, Οι διενέξεις δεν διευθετούνται με πολέμους ή με πολεμικές
απειλές. Οι εξοπλισμοί...αποτελούν μια απάντηση σε απειλές εκτός των περιοχών
αυτών και δεν έχουν ως στόχο τους τα υπόλοιπα έθνη της περιοχής τους».
2. «Οι μεγάλες δυνάμεις της Ασίας...απειλούν η
μια την άλλη ως στρατηγικοί αντίπαλοι...Η Ινδία, η Κίνα, η Ιαπωνία, η Ρωσία –
με την Κορέα και τα κράτη της Νοτιοανατολικής Ασίας να μην υστερούν σε μεγάλο
βαθμό...Δεν επίκεινται πόλεμοι ανάμεσα σε αυτές τις δυνάμεις, δεν είναι όμως αδιανόητο
αυτό το ενδεχόμενο. Οι στρατιωτικές δαπάνες...αυξάνονται και αποσκοπούν κυρίως
στην προστασία από τα υπόλοιπα ασιατικά έθνη (αν και, εν μέρει, ο σχεδιασμός
των εξοπλισμών της Κίνας συμπεριλαμβάνει το ενδεχόμενο ενός πολέμου με τις
Ηνωμένες Πολιτείες εξαιτίας της Ταϊβάν).»
3. «Οι συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή
παρουσιάζουν πολλές αναλογίες μ’εκείνες της Ευρώπης του 17ου αιώνα.
Οι ρίζες τους δεν είναι οικονομικές όπως στην περιοχή του Ατλαντικού και στο
Δυτικό Ημισφαίριο ή στρατηγικές όπως στην Ασία, αλλά ιδεολογικές και
θρησκευτικές. Οι γενικές αρχές της διπλωματίας που βασίζονται στη συνθήκη της
Βεστφαλίας δεν ισχύουν σε αυτή την περιοχή. Είναι δύσκολο να υπάρξει
συμβιβασμός όταν το πρόβλημα δεν σχετίζεται με κάποια συγκεκριμένη αιτίαση αλλά
με την ίδια τη νομιμότητα-στην πραγματικότητα την ύπαρξη-του άλλου μέρους.
Επομένως, είναι ιδιαίτερα αυξημένος ο κίνδυνος να αποτύχουν οι προσπάθειες να
επιλυθούν οριστικά αυτού του είδους οι συγκρούσεις...»
4. «Η ήπειρος για την οποία δεν υπάρχει κανένα
αντίστοιχο προηγούμενο στην ιστορία της Ευρώπης είναι η Αφρική. Παρόλο που τα
σαράντα έξι έθνη της αυτοαποκαλούνται δημοκρατίες, οι πολιτικές που εφαρμόζουν
δεν βασίζονται σε μία ενιαία ιδεολογική αρχή...δεν κυριαρχεί μία αποδεκτή
απ’όλα τα κράτη έννοια για την ισορροπία ισχύος...η εμβέλεια των περισσότερων κρατών
είναι πολύ μικρή...η αποικιοκρατία κληροδότησε την στην Αφρική ένα εκρηκτικό
δυναμικό, εθνοτικές συγκρούσεις, μια σημαντική υπανάπτυξη και τόσο έντονα
προβλήματα υγείας που αποκτηνώνουν τον άνθρωπο...Η ήπειρος αυτή θέτει στις
δημοκρατίες την πρόκληση να αντισταθμίσουν όσα διέπραξαν στην ιστορία τους,
ανακαλύπτοντας έναν τρόπο για να βοηθήσουν την Αφρική να συμμετάσχει στην
παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση.»
Όσον
αφορά τις σχέσεις ΗΠΑ –Δυτικής Ευρώπης, ο συγγραφέας θεωρεί ότι έχει έρθει ο
καιρός να επανεξεταστεί ένας από τους πυρήνες της αμερικανικής πολιτικής, «η
ψυχροπολεμική ορθόδοξη άποψη ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα οδηγήσει αυτόματα σε
μια ισχυρή Ευρώπη και σε μια πιο ουσιαστική ατλαντική σύμπραξη...καθώς είναι
πιθανές τουλάχιστον δύο εκβάσεις. Πρώτον, η Ευρώπη να σταματήσει να αναλαμβάνει
τις ευθύνες της σε παγκόσμια κλίμακα και να μετατραπεί σ’ένα μικρό ΟΗΕ που θα
ηθικολογεί, ενώ ταυτόχρονα θα επικεντρωθεί στον οικονομικό ανταγωνισμό με τις
Ηνωμένες Πολιτείες. Δεύτερον, μπορεί να αναδυθεί μια Ευρώπη που θα αψηφά τις
Ηνωμένες Πολιτείες και θα προσπαθήσει να εφαρμόσει μια εξωτερική πολιτική
μεσολάβησης ανάμεσα στην Αμερική και στον υπόλοιπο κόσμο, όπως είχε προσπαθήσει
να κάνει η Ινδία στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου...Χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα υπήρχε μια ασφαλιστική δικλείδα που
θα αναχαίτιζε τις εθνικές παρορμήσεις της Γερμανίας (έστω και ως μέλος της
Ευρωπαϊκής Ένωσης). Τόσο η Γερμανία όσο και η Ρωσία θα υπέκυπταν
ενδεχομένως στην παρόρμηση να θεωρήσουν τη μεταξύ τους συνεργασία ως την
καλύτερη επιλογή στην εξωτερική τους πολιτική...ταυτόχρονα, αν οι Ηνωμένες Πολιτείες
διέκοπταν τις σχέσεις τους με την Ευρώπη, θα μετατρέπονταν γεωπολιτικά σ’ένα
νησί στις ακτές της Ευρασίας, θυμίζοντας τη θέση της Μεγάλης Βρετανίας απέναντι
στην Ευρώπη του 19ου αιώνα. θα ήταν υποχρεωμένες να ακολουθήσουν
απέναντι στην Ευρώπη τη στρατηγική της ισορροπίας ισχύος την οποία παραδοσιακά
απορρίπτουν.»
«Υπάρχουν
τουλάχιστον τρία ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν, κυρίως από την Ευρώπη,
και οι τρόποι με τους οποίους θα επιλυθούν θα καθορίσουν το μέλλον όλων των
εθνών που γειτνιάζουν με τον Ατλαντικό Ωκεανό»:
1. Ο συντονισμός της πολιτικής τους ώστε να
αποτρέψουν τις οικονομικές υφέσεις, αφού από αυτό εξαρτάται η σταθερότητα των
θεσμών τους. Μια παγκόσμια οικονομικής
κρίση αποτελεί τη μείζονα απειλή για τις σημερινές δημοκρατίες. «Η οικονομική
πρόκληση συνδυάζεται με τη δημογραφική...Ο συνολικός πληθυσμός των περισσότερων
κρατών θα μειωθεί κατακόρυφα – ενώ ταυτόχρονα θα αυξάνονται οι δημογραφικές
πιέσεις από τις φτωχές χώρες στις ανατολικές και νότιες παρυφές της Ευρώπης.»
2. Το μέλλον της περιοχής που εκτείνεται στα
ανατολικά των συνόρων των χωρών του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Το χάος
απειλεί αυτή την τεράστια περιοχή, εκτός αν η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες
καθορίσουν ένα κοινό στόχο, αποφεύγοντας να εμφανιστούν ως εν δυνάμει ανταγωνιστές
για τον έλεγχό της...Το μέλλον της λεκάνης της Μεσογείου αποτελεί μια εξίσου
σημαντική πρόκληση. Οι πιέσεις της παγκοσμιοποίησης και της δημογραφικής
αύξησης στις μη ευρωπαϊκές χώρες της περιοχής οδηγούν σε μια περίοδο νέων
διευθετήσεων και ενδεχομένως αναστατώσεων.»
3. «Τέλος, στον σημερινό παγκοσμιοποιημένο
πλανήτη, το ζήτημα της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου γίνεται ολοένα και πιο
πιεστικό για τους λαούς αλλά και για τους ηγέτες...Τα έθνη του Βόρειου
Ατλαντικού, που αντιπροσωπεύουν το 15% του παγκόσμιου πληθυσμού αλλά
συγκεντρώνουν το 50% του παγκόσμιου ακαθάριστου προϊόντος είναι πράγματι
υποχρεωμένα να συμβάλουν στην άμβλυνση των παγκοσμίων προβλημάτων...Η φύση του
προβλήματος είναι τέτοια που επιβάλλει τη συνεργασία ανάμεσα στις χώρες της περιοχής
του Ατλαντικού...»
«Όσοι επιζητούν την απόκτηση μιας ευρωπαϊκής
ταυτότητας μέσω της αντιπαράθεσης με την Αμερική δεν πρέπει να αυταπατώνται πιστεύοντας
ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα παραμείνουν για πάντα απαθείς, όταν
αμφισβητούνται οι βασικές αρχές της πολιτικής τους. Αργά ή γρήγορα, θα
υποχρεωθούν να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους. Και τότε τα έθνη της Δύσης θα
επιστρέψουν στην πορεία που λίγο έλειψε να τα καταστρέψει δύο φορές σε διάστημα
μιας γενιάς – αυτή τη φορά όχι μέσω ενός πολέμου, αλλά μέσω μιας εξουθενωτικής
πολιτικής αντιπαλότητας...Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι υποχρεωμένες λόγω των
αξιών και των συμφερόντων τους να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να
αναζωογονήσουν τις ατλαντικές σχέσεις...Είναι ουσιώδες να υπάρξει μια πιο
ευαίσθητη αμερικανική πολιτική. Το ίδιο όμως ισχύει και για μια λιγότερο
δογματική ευρωπαϊκή πολιτική. Σε τελική ανάλυση, το καθήκον των ηγετών είναι να
οδηγούν τις κοινωνίες τους από εκεί που είναι εκεί όπου ποτέ δεν έχουν βρεθεί».
«Τόσο η
Ρωσία όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν προβάλει την ιστορική αξίωση ότι οι
κοινωνίες τους έχουν μια παγκόσμια αποστολή. Ενώ όμως ο ιδεαλισμός της Αμερικής
πηγάζει από την έννοια της ελευθερίας, εκείνος της Ρωσίας έχει τις απαρχές του
στη συμμετοχή όλων στα δεινά και στην κοινή υποταγή στην εξουσία...η επιδίωξη
της ρωσικής πολιτικής στη διάρκεια της προεδρίας του Γέλτσιν, και ακόμη
περισσότερο επί προεδρίας Πούτιν, ήταν και είναι να καταστεί τόσο οδυνηρή η
ανεξαρτησία των πρώην δημοκρατιών της Σοβιετικής Ένωσης...ώστε να θεωρήσουν την
επιστροφή τους στη ρωσική αγκαλιά λιγότερο επώδυνη από αυτά τα δεινά.»
«Σε
αυτή τη Λατινική Αμερική, υπάρχει ένα εξόφθαλμο ρήγμα ανάμεσα στην πολιτική και
την οικονομία. Το χάσμα ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς
μεγαλώνει...Επιπλέον, οι επενδύσεις που είναι αναγκαίες για να οδηγήσουν την
περιοχή στο επόμενο στάδιο της οικονομικής μεγέθυνσης δεν μπορούν να προέλθουν
από τις εγχώριες αποταμιεύσεις. Αυτό θα
έχει ως αποτέλεσμα η πλειονότητα των παραγωγικών περιουσιακών στοιχείων στη
Λατινική Αμερική να περιέλθει, αργά ή γρήγορα, στα χέρια ξένων ιδιοκτητών...Σε
ιδιαίτερα συγκεντρωτικά συστήματα διακυβέρνησης, όπως αυτά της Λατινικής
Αμερικής, η διαφθορά που συνδέεται με το λαθρεμπόριο ναρκωτικών επεκτείνεται
αναπόφευκτα στους ανώτερους κυβερνητικούς αξιωματούχους και στο ποινικό
σύστημα. Σε αποκεντρωτικά συστήματα διακυβέρνησης, όπως αυτό των Ηνωμένων
Πολιτειών, η διαφθορά εστιάζεται σε τοπικό επίπεδο...Η Κολομβία βρίσκεται
παγιδευμένη στο κλασσικό δίλημμα που θέτει κάθε ανταρτοπόλεμος. Οι αντάρτες δεν
χρειάζεται να πολεμούν παρά μόνο όταν είναι απόλυτα σίγουροι ότι διαθέτουν όλα
τα πλεονεκτήματα...Σ’ ένα ανταρτοπόλεμο, οι αντάρτες συνήθως επικρατούν αν
καταφέρνουν να μην υφίστανται ήττες, ενώ αντίθετα η κυβέρνηση ηττάται αν δεν
επιτυγχάνει νίκες, δηλαδή αν δεν καταφέρει να εξολοθρεύσει τους αντάρτες...Σχεδόν
για μια ολόκληρη γενιά, στο διάστημα της κατοχής της Πορτογαλίας από τον
Ναπολέοντα, αλλά και για μερικά ακόμα χρόνια, το Ρίο ντε Τζανέιρο ήταν η
πρωτεύουσα της πορτογαλικής αυτοκρατορίας. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα
να γεννηθεί το πιο ικανό διπλωματικό σώμα της Λατινικής Αμερικής – καλά
εκπαιδευμένο, πολύγλωσσο και ικανό να επιδιώκει τα εθνικά συμφέροντα της
Βραζιλίας μ’ ένα συνδυασμό γοητείας, επιμονής και προσεκτικής αποτίμησης των
διεθνών δεδομένων...Αντί να
χρησιμοποιείται η Ευρώπη σαν αντίβαρο στη NAFTA, ο στόχος θα έπρεπε να είναι η ένωση της NAFTA, της Mersocur και της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μια ζώνη ελεύθερου
εμπορίου που θα
περιλαμβάνει όλα τα έθνη της περιοχής του Ατλαντικού...Υπάρχει το αναμφισβήτητο
δεδομένο ότι η οικονομική μεγέθυνση απαιτεί μεταρρυθμίσεις και ότι οι
μεταρρυθμίσεις προϋποθέτουν σταθερές, νόμιμες και δημοκρατικές πολιτικές δομές
με διάφανους θεσμούς και ανεξάρτητο δικαστικό σύστημα.»
«Η
χρηματοπιστωτική κρίση του 1997 στην Ασία κατέδειξε πόσο ευπρόσβλητες είναι οι
μικρού και μεσαίου μεγέθους οικονομίες της στις αλλαγές των επιτοκίων, στις
διακυμάνσεις των νομισματικών ισοτιμιών και στις μετακινήσεις των κερδοσκοπικών
κεφαλαίων, που υπόκεινται ελάχιστα ή καθόλου στον κρατικό έλεγχο...Ένας
εχθρικός συνασπισμός στην Ασία, που θα τον αποτελούν τα έθνη με τον μεγαλύτερο
πληθυσμό στον κόσμο και τα οποία επιπλέον διαθέτουν τεράστιους πόρους και
μερικούς από τους πιο εργατικούς λαούς του πλανήτη, θα είναι ασυμβίβαστος με τα
εθνικά συμφέροντα της Αμερικής...Η σχέση της Αμερικής με την Ασία μπορεί
επομένως να συγκριθεί μ’ εκείνη που είχε η Μεγάλη Βρετανία με την ηπειρωτική
Ευρώπη για τέσσερις αιώνες...Για τετρακόσια χρόνια, ο σκοπός της εξωτερικής
πολιτικής της Αγγλίας ήταν να αντιτάσσεται στην πιο ισχυρή, πιο επιθετική και
πιο κυρίαρχη Δύναμη στην Ήπειρο...Η ισορροπία ισχύος στην Ευρώπη διατηρήθηκε
από έθνη-κράτη που η σύστασή τους χαρακτηριζόταν από μια ουσιαστική εθνική
ομοιογένεια (μ’ εξαίρεση τη Ρωσία). Πολλά από τα μεγάλα κράτη της Ασίας (Κίνα,
Ρωσία, Ινδία, Ινδονησία) έχουν διαστάσει ηπείρου και η σύστασή τους είναι
πολυεθνική...Η πιο σημαντική από τις σχέσεις που έχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες με
τα έθνη της Ασίας είναι αυτή με την Ιαπωνία...Ακόμη και στη νεότερη περίοδο η διάκριση
ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς ήταν στην Ιαπωνία η μικρότερη – ή
τουλάχιστον η λιγότερη πρόδηλη – απ’ όσο σε οποιαδήποτε άλλη βιομηχανική χώρα
και αυτό ίσχυε σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της Ιαπωνίας...το συναινετικό
σύστημα...H
Βόρεια και η Νότια Κορέα θα πρέπει να καταλήξουν σε μια διευθέτηση μέσω μιας διαδικασίας
παρόμοιας μ’ εκείνη που προηγήθηκε της επανένωσης της Γερμανίας...Το ευαίσθητο
ζήτημα της Ταϊβάν, όπως και το μέλλον της Παλαιστίνης, ανήκουν σε μία κατηγορία
προβλημάτων που υπό τις παρούσες συνθήκες δεν επιδέχονται μια οριστική λύση...Αξίωμα
του Ουίλσον ότι ένας κόσμος που αποτελείται από δημοκρατίες δεν μπορεί να έχει
εχθρούς...η προσπάθεια της Αμερικής να διατηρήσει μια ισορροπία στις σχέσεις
του τριγώνου Ουάσινγκτον-Μόσχας-Πεκίνου...Η πρόκληση για τις Ηνωμένες Πολιτείες
ήταν να διασφαλίσουν ότι θα είχαν πάντα στη διάθεσή τους περισσότερες επιλογές
από όσες είχαν τα υπόλοιπα δυο μέρη...Η ανάθεση ευρείας διακριτικής ευχέρειας
στους γραφειοκράτες οδηγεί στη διαφθορά...Σε πολλές χώρες που πραγματοποιούνται
παρόμοιες οικονομικές μεταβολές, στελέχη που έχουν καινοτόμες ιδέες αλλά
βρίσκονται στα κατώτερα επίπεδα της ιεραρχίας πρέπει να υπερβούν τις
αντιδράσεις της ηγεσίας η οποία είναι συνήθως περισσότερο συντηρητική...Στην
Κίνα, συνέβη το αντίθετο.»
Ο συγγραφέας
εισηγείται οκτώ αρχές δράσης της πολιτικής της Αμερικής για την Ασία:
1. Αποτροπή της κυριαρχίας μιας μόνο δύναμης
2. Διατήρηση ανώτερης στρατιωτικής ισχύος από
τις ΗΠΑ
3. Η συμμαχία με την Ιαπωνία ως ακρογωνιαίος
λίθος
4. Διάλογος με την Ινδία, «ιδίως σε ό,τι αφορά
την περιοχή από τη Σιγκαπούρη έως το Άντεν.»
5. Διευθέτηση των διαφορών και προσδιορισμός
παράλληλων συμφερόντων με την Κίνα.
6. Πολιτικός συντονισμός «ανάμεσα στην Ουάσινγκτον,
το Πεκίνο, τη Μόσχα και, πρωτίστως, τη Σεούλ» σε σχέση με τη Βόρεια Κορέα.
7. Αποτροπή, ή τουλάχιστον περιορισμός, της περαιτέρω διάδοσης πυρηνικών όπλων.
8. Παρουσία των ΗΠΑ χωρίς να δημιουργούν την
εντύπωση ότι κυριαρχούν.
Η Μέση
Ανατολή και η Αφρική χαρακτηρίζονται ως κόσμοι σε μετάβαση. «Για τη Δύση, η χώρα με την πιο ζωτική
σημασία είναι η Τουρκία, η ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη στην περιοχή, καθώς
είναι σύμμαχος της Δύσης, διατηρεί φιλικούς δεσμούς με το Ισραήλ και η στάση
της έχει βαρύνουσα σημασία για όλες τις αντιμαχόμενες δυνάμεις, εξαιτίας της μοναδικής
γεωγραφικής της θέσης...Οι βιομηχανικές δημοκρατίες – ιδίως εκείνες της
Ευρώπης και οι Ηνωμένες Πολιτείες – πρέπει να θυμούνται ότι διακυβεύονται
καθοριστικοί παράμετροι της εθνικής τους ασφάλειας. Οι προτιμήσεις τους σε ότι
αφορά την εσωτερική δομή της Τουρκίας θα πρέπει να εξισορροπούνται από αυτή την
επιτακτική ανάγκη...η ασφάλεια στον Περσικό Κόλπο πρέπει να επιτευχθεί με
δυναμικά μέσα...Την ίδια ώρα, εκείνες οι λίγες χώρες που έχουν επιδείξει τη
βούληση να υπερβούν τα μαθήματα του London School of Economics – όπως η Μοζαμβίκη, η Γκάνα και η Σενεγάλη
– και δίνουν κίνητρα στο εγχώριο κεφάλαιο ή επιζητούν να προσελκύσουν ξένες
επενδύσεις, έχουν πραγματοποιήσει μια αξιοσημείωτη πρόοδο».
«Η
εξωτερική πολιτική καταλήγει πάντα στην πραγματοποίηση επιλογών. Αν η Δύση
θέλει να υλοποιήσει μια αποτελεσματική πολιτική εναντίον της τρομοκρατίας και
της διάδοσης των πυρηνικών όπλων, θα πρέπει να έχει τη βούληση να αποδεχθεί
θυσίες για χάρη ενός σημαντικότερου μακροπρόθεσμου στόχου. Σε μερικές συγκυρίες, τα εμπορικά συμφέροντα θα πρέπει να υποχωρούν
μπροστά στο ευρύτερο συμφέρον για την ύπαρξη ασφάλειας».
«Η
υιοθέτηση του αμερικανικού μοντέλου δεν είναι μια τεχνικής μορφής πρόκληση. Για
τις περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες συνεπάγεται μια επαναστατική ανατροπή των
οικείων προτύπων. Ελάχιστα έθνη κατάφεραν να συνδυάσουν ταυτόχρονα μια συντηρητική
δημοσιονομική πολιτική, την κρατική παρέμβαση μέσω της ρύθμισης και όχι μέσω
της ιδιοκτησίας και του ελέγχου, την απορύθμιση των χρηματοπιστωτικών θεσμών,
την ενθάρρυνση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας και ένα ευρέως αποδεκτό και
διαφανές νομικό πλαίσιο. Το αμερικανικό
μοντέλο προϋποθέτει ότι το κεφάλαιο είναι φθηνό και ότι η εργασία είναι σχετικά
δαπανηρή, με αποτέλεσμα η ανταγωνιστικότητα να εξαρτάται σε τελική ανάλυση από
την αύξηση της παραγωγικότητας μέσω της αδιάκοπης τεχνολογικής προόδου».
Ο Κίσινγκερ
αναλύει με πολλή σπουδή τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης και προειδοποιεί
ότι η οικονομική μεγέθυνση και η τεχνολογία δε θα οδηγήσουν αυτόματα σε μια
εποχή παγκόσμιας ευημερίας και πολιτικής σταθερότητας. «Πρόκειται για μια
αυταπάτη. Η παγκόσμια τάξη απαιτεί την ύπαρξη συναίνεσης, η οποία προϋποθέτει ότι
η φύση των διαφορών ανάμεσα στους ευνοημένους και τους αδικημένους, που μπορούν
να υπονομεύουν τη σταθερότητα και την πρόοδο, είναι τέτοια ώστε οι αδικημένοι
να βλέπουν ότι υπάρχει η προοπτική να βελτιώσουν τη θέση τους μέσω των
προσπαθειών τους. Για όσο διάστημα δεν θα υπάρχει αυτή η συναίσθηση, ο
αναβρασμός, τόσο μέσα όσο και μεταξύ των κοινωνιών, θα αυξάνονται...υπάρχει το ενδεχόμενο το διεθνές οικονομικό
σύστημα να αντιμετωπίσει μια κρίση νομιμότητας». Επίσης, ο Κίσινγκερ αναδεικνύει
ότι «Μέσα σε λιγότερο από δέκα χρόνια, αναδύθηκε μια πρωτοφανής έννοια με βάσει
της οποίας η διεθνής πολιτική πρέπει να υπόκειται σε δικαστικές διαδικασίες...όμως
δεν έχει γίνει αντικείμενο ενός συστηματικού διαλόγου, εν μέρει εξ’ αιτίας του
πάθους με το οποίο την υποστηρίζουν οι υπέρμαχοί της και το οποίο λειτουργεί
σαν μέσο εκφοβισμού όσων έχουν αντίθετες απόψεις...Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η
προσπάθεια εξωθείται στα άκρα, με συνέπεια να υπάρχει ο κίνδυνος η τυραννία των δικαστών να αντικαταστήσει εκείνη των
κυβερνήσεων».
Το
βιβλίο καταλήγει με το συμπέρασμα ότι «η βασική πρόκληση που αντιμετωπίζει η Αμερική είναι
να μεταμορφώσει την ισχύ της σε ηθική συναίνεση, να προωθήσει τις αξίες της όχι
με την επιβολή αλλά μέσω της εκούσιας αποδοχής τους από τον υπόλοιπο κόσμο ο
οποίος, παρά τη φαινομενική του αντίσταση, χρειάζεται απεγνωσμένα μια φωτισμένη
ηγεσία».
Από το
βιβλίο αυτό μπορεί κάποιος να αντλήσει πολλά συμπεράσματα και διδάγματα για την
Κύπρο και το κυπριακό πρόβλημα. Εάν κάποιος ακολουθήσει την ανάλυση του Κίσινγκερ,
για την Κύπρο που βρίσκεται τοποθετημένη στην περιφέρεια της δημοκρατικής
Δυτικής Ευρώπης, οι πόλεμοι που οφείλονται σε εθνοτικές και θρησκευτικές αντιπαραθέσεις
δεν είναι αδιανόητοι και οι διαφορές δεν διευθετούνται κατά κανόνα χωρίς
πολέμους. Το αποικιοκρατικό παρελθόν της Κύπρου έχει και αυτό κληροδοτήσει ένα
εκρηκτικό δυναμικό εθνοτικών συγκρούσεων. Τα προβλήματα σχετίζονται σε μεγάλο
βαθμό με τη νομιμότητα, την ύπαρξη, των άλλων μερών και υπάρχει αυξημένος ο
κίνδυνος να αποτύχουν οι προσπάθειες επίλυσης τους. Σε αυτό το πλαίσιο
εντάσσονται η Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, οι πολεμικές απειλές της Τουρκίας
εναντίον της επέκτασης των χωρικών
υδάτων στα ελληνικά νησιά του Αιγαίου, καθώς και η αναζήτηση τρόπων
αμφισβήτησης της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της Κύπρου.
Το δικό μου συμπέρασμα: Οι αυξανόμενες αμφισβητήσεις των ΗΠΑ θα
οδηγήσουν, αργά ή γρήγορα, στην αναζήτηση από τις ΗΠΑ πιο αξιόπιστων συμμάχων
σε ολόκληρο τον κόσμο. Η αυξανόμενη αντιπαλότητα της Ε.Εν. εναντίον της
Αμερικής, εάν δεν ελεγχθεί ώστε να οδηγήσει σε μία ελεύθερη ζώνη εμπορίου και
διακίνησης ανάμεσα στην Ε.Εν. και τις ΗΠΑ, θα οδηγήσει στην αυξημένη
αντιπαράθεση. Οι οικονομικές πολιτικές της Γερμανίας και της Ε.Εν., εάν δεν
αλλάξουν ριζικά, είναι καταδικασμένες να οδηγήσουν στην αύξηση του χάσματος
μεταξύ πλούσιων και φτωχών και στην αποσύνθεση της Ε.Εν. τόσο σε εθνικό όσο και
σε περιφερειακό επίπεδο. Αντίθετα, στις ΗΠΑ όπου τα συμφέροντα υποτάσσονται στην
ισχύ και τη νομιμότητα του κράτους, είναι πολύ πιθανό ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί
θα εξελίσσονται ώστε να αντιμετωπίζονται τα νέα προβλήματα που αναφύονται, ενώ
η τεχνολογία θα αφήνεται να αναπτύσσεται ανατρέποντας παλαιές οικονομικές
αυτοκρατορίες. Το Ισραήλ, όπως και η Ταϊβάν
και η Σιγκαπούρη, αποτελούν αξιόπιστους συμμάχους των ΗΠΑ που λόγω του
μικρού τους μεγέθους ενδέχεται να
παραμείνουν αξιόπιστοι στο διηνεκές. Αυτό δεν μπορεί να θεωρείται σίγουρο για
άλλους συμμάχους όπως η Ε.Εν. η Τουρκία ή η Ιαπωνία. Η γειτνίαση της Κύπρου με
το Ισραήλ, σε συνδυασμό με τη δεσπόζουσα θέση της στην Ανατολική Μεσόγειο όπου
υπάρχουν σημαντικές οικονομικές ευκαιρίες για αξιοποίηση των ενεργειακών της πόρων,
προσφέρουν τις προϋποθέσεις ευκαιριών οικοδόμησης μίας διαρκούς συμμαχίας με
τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Αυτό θα διασφαλίσει την ύπαρξη μίας περιφερειακής
ισορροπίας ισχύος που θα θέσει το υπόβαθρο για ειρήνη, σταθερότητα, οικονομική
ανάπτυξη και ευημερία για ολόκληρη την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.