Wednesday, May 16, 2012

Δημήτρη Χατζή, Το Διπλό Βιβλίο, 1999 (Πρώτη έκδοση 1976)


Το βιβλίο αυτό αποτελεί το εξεταζόμενο λογοτεχνικό βιβλίο στο μάθημα των ελληνικών για την Γ Λυκείου, 2011-2012.  Γραμμένο σε απλή γλώσσα το μυθιστόρημα αυτό πραγματικά απορροφά τον αναγνώστη. Εγώ το τέλειωσα μέσα σε μερικές μέρες.

Η ιστορία αφορά την μεταπολεμική Ελλάδα και τους Έλληνες. Ο Κώστας, γεννημένος το 1940 στη Σούρπη της Θεσσαλίας, εργάζεται ξενιτεμένος κατά τη δεκαετία του 1960, ως ανειδίκευτος εργάτης, χαμάλης, σε ένα εργοστάσιο συναρμολόγησης φαναριών αυτοκινήτων στη Στουτγάρδη της Γερμανίας. Κουβαλάει κασόνια με παραγγελίες από την παραγωγή στο τμήμα αποστολών. Τον βοήθησε να πάει στη Γερμανία ο Σταύρος, ο κολλητός του φίλος στο στρατό. Ο Σταύρος αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα και κανόνισε τον Κώστα ως αντικαταστάτη του στη δουλειά. Το εργοστάσιο εργάζεται ως καλοκουρδισμένο ρολόι. Όλα μελετημένα στην τελευταία λεπτομέρεια. Δε χρειάζεται να σκέπτεται ή να αποφασίζει για τίποτα. Απλώς να εκτελεί την καθημερινή του ρουτίνα με την απαραίτητη απόδοση, τη νόρμα του.

Ο Κώστας χάνει τη μητέρα του στα 15 του χρόνια και αναγκάζεται να εγκαταλείψει το σχολείο για να βοηθήσει τον πατέρα και την αδελφή του. Βρίσκει δουλειά του σε ένα ξυλάδικο στο Βόλο με ένα μπαγαπόντη μάστορα που βγάζει λεφτά πουλώντας μεταχειρισμένη ξυλεία για καινούρια, ενώ το αφεντικό κάνει λεφτά και όνειρα ξεγελώντας την εφορία. Ο πατέρας του Κώστα, Εαμίτης κατά τη διάρκεια του πολέμου, βρίσκεται υπό δυσμένεια και γλιτώνει τη θανατική ποινή που επιβλήθηκε στους συντρόφους του, με τη βοήθεια της αδελφής του που είναι προύχοντας στο Βόλο και που η ίδια κινδύνευσε να κατηγορηθεί ως δωσίλογος για τη συνεργασία της με τους κατακτητές. Τον βαραίνει όμως η υποψία ότι τη γλύτωσε επειδή πρόδωσε τους συντρόφους του και περιθωριοποιείται. Για πολλά χρόνια οι αρχές τον καλούν να υπογράψει μια νέα δήλωση μετάνοιας και αποκήρυξης που δημοσιοποιείται στον τύπο. Στο ραφτάδικο που διατηρεί δεν πατάει σχεδόν κανείς. Αφού ο Κώστας παντρεύει την αδελφή του την Αναστασία, χάνει και τον πατέρα του. Φεύγει για τη Γερμανία.

Ο συγγραφέας αναδεικνύει μέσα από το μυθιστόρημά του την Ελλάδα της μιζέριας, της μικροαπατεωνιάς, των χαμένων γενιών των πολέμων, του εμφυλίου, της δικτατορίας. Ο καθένας θεωρεί τον εαυτό του εξυπνότερο και προσπαθεί να ξεγελάσει τον άλλο και στο τέλος όλοι ζημιώνουν.  Στη Γερμανία συναντά τους Έλληνες της διασποράς, άλλοι φευγάτοι από τη φτώχια, άλλοι κυνηγημένοι από τη δικτατορία, άλλοι αιώνιοι φοιτητές, που συναντώνται περιστασιακά στο ελληνικό καφενείο και παριστάνουν τους πολύξερους και τους φιλόσοφους. Με λόγια μόνο, δίχως έργα. Κάνει παρέα με το Σκουρογιάννη, ένα παλαιότερο μετανάστη, εργάτη και αυτόν σε κάποιο άλλο εργοστάσιο. Τα σαββατοκύριακα, γνωρίζει τον έρωτα και τις εφήμερες σχέσεις, με τις φιλελεύθερες αλλά τίμιες και χωρίς υποκρισίες γερμανίδες. Ζει τη μοναξιά του. Χαζεύει στις βιτρίνες των καταστημάτων και αγοράζει μπιχλιμπίδια που δε χρειάζεται. Βιώνει με τα πενιχρά του μέσα την κοινωνία της κατανάλωσης.  Νοιώθει ξένος, ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα. Τον εντάσσουν στη συντεχνία και εργάζεται με μεγαλύτερη άνεση. Σε μερικά χρόνια το εργοστάσιο κλείνει και χάνει τη δουλειά του. Ως ένας ξένος άνεργος μετανάστης, γεννιέται μέσα του ο συγγραφέας.

Η ιστορία μεταφέρεται από τον Κώστα στην Αναστασία και τη ζωή της στους Μολάους της Πελοποννήσου, στο Σκουρογιάννη που επιστρέφει στο Ντομπρίνοβο της Πίνδου μετά από 20 χρόνια εργασίας στη Γερμανία αποφασισμένος να ζήσει ελεύθερος χωρίς δουλειές και φασαρίες, στο Σταύρο που παντρεύεται και διατηρεί εστιατόριο μαζί με τη γυναίκα του έχοντας ξεχάσει το μεράκι και τα όνειρά του.

Το βιβλίο αυτό συνδέει τους νέους με τους πατεράδες, τις μανάδες, τους παππούδες τους. Τους βοηθά να αντιληφθούν τις κακουχίες και τις αντιλήψεις τους, την κακομοιριά των Ελλήνων και της ελληνικής κοινωνίας, τους ξύπνιους που έγιναν πλούσιοι αλλά εργάζονται «να μην αφήσουν το ρωμαίικο να γίνει κράτος». Τους βοηθά να εκτιμήσουν ίσως τις ελευθερίες και τις ανέσεις της σημερινής εποχής που κτίστηκαν με ιδρώτα, ξενιτιά και αγριάδα, από ανθρώπους χωρίς μεγάλα όνειρα που τους «ξέφυγε η ζωή μέσα από τα χέρια τους».

«Και το βιβλίο αυτό δεν έχει μέσα τις συμβουλές και τις οδηγίες που σου δίνουν από παντού, τις παρηγοριές που ξεγελούν για λίγο, δεν έχει την πυξίδα που σου λείπει, την πανοπλία που χρειάζεται να ντυθείς – να φυλαχτείς, να κτυπηθείς, να νικήσεις...Της ελπίδας το βιβλίο θα‘ θελα να‘ ναι το δεύτερο αυτό το δικό σου. Για το σημερινό, το δικό μας κόσμο, που δεν τον βλέπεις ακόμα, δεν ξέρεις πως είναι – και δεν τον φοβάσαι...Αυτής της ελπίδας πως έτσι πηγαίνοντας, μέσ’ απ ‘ την έρημη λεωφόρο, περνώντας ακόμα μέσ’ απ’ αυτή δεν ξέρω πότε, θα βρούμε στο τέλος τους άλλους. Που δεν έχουν πια περισσότερα από σένα, δεν βλέπουν, δεν ξέρουν κι αυτοί περισσότερα...Τους είδες τώρα, τους ξέρεις, πως τρέχουν το πρωί στα λεωφορεία, πως κατεβαίνουν στα μετρό, πως αραδιάζονται – ανύπαρκτοι, τα νούμερα μόνο – μπροστά στα πράσινα μηχανάκια με τις καρτέλες, πως το ζητάνε το βράδυ και κείνοι το κάτι αυτό το ανεκπλήρωτο το δικό τους. Ως την άλλη μέρα, ως το άλλο πρωί, για να τον αρχίσουν πάλι τον ίδιο δρόμο της δικής τους μοναξιάς ο καθένας...Και θα τους βρούμε, θα μας βρουν. Και θα τις κάνουμε τότε μαζί τους δικές μας τις μεγάλες αυτές πολιτείες των ξένων. Σε μια καινούργια ανθρώπινη κοινωνία – του δικού μας κόσμου του σημερινού...χωρίς τυράννους, χωρίς σωτήρες αλάθευτους.  Με τη νόρμα τους, που τη θέλεις χωρίς τους Μύλλερ. Με την τάξη τους, που αγαπάς, χωρίς ξανθές της αστυνομίας, Με τους εγκεφάλους, στα πάνω πατώματα, που να’ ναι ο ψηλός, να’ ναι από μας. Με την αφθονία τους, που να’ ναι χρήσιμη και να’ ναι για όλους. Και θα την φκιάσουμε έτσι και μια πατρίδα για μας – εκεί στην πατρίδα μας, την Ελλάδα.»

Όπως αναφέρεται στο υποστηρικτικό υλικό του Υπουργείου Παιδείας ο συγγραφέας προσχώρησε στο Κομμουνιστικό Κόμμα το 1934-35 και το 1936 συνελήφθηκε, βασανίστηκε και εξορίστηκε από τη δικτατορία Μεταξά. Κατά τη διάρκεια της αντίστασης, εντάχθηκε από τους πρώτους στο ΕΑΜ. Με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, εγκαταστάθηκε στην Ουγγαρία. Σύμφωνα με τη Βικιπαιδεία σπούδασε βυζαντινή ιστορία και λογοτεχνία και μετά από Υποτροφία στο Ανατολικό Βερολίνο διορίστηκε το 1962 ως βοηθός στην έδρα της Βυζαντινής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Βουδαπέστης. Ίδρυσε το Νεοελληνικό Ινστιτούτο και παράλληλα επιμελήθηκε την έκδοση έργων νεοελληνικής λογοτεχνίας στην ουγγρική γλώσσα.

Διαβάζοντας για τον συγγραφέα, δημιουργούνται εύλογες υποψίες πως υπάρχουν πολιτικές σκοπιμότητες της κυβέρνησης Χριστόφια πίσω από την επιλογή του βιβλίου αυτού. Βρίσκω όμως το βιβλίο αυτό πολύ πιο σχετικό για τους νέους, από τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη που αντικατέστησε. Είναι ένα πραγματικά εξαιρετικό βιβλίο, όπου ο συγγραφέας δεν εκδηλώνει τις κομμουνιστικές καταβολές του. Αυτό ίσως αποτελεί και την προσπάθεια της κυβέρνησης, να καταδείξει ότι ο κομμουνισμός έχει να παρουσιάσει σκεπτόμενους και προοδευτικούς ανθρώπους. Στις μέρες όμως αυτές, της ανόδου του φασισμού και της ξενοφοβίας, είναι καιρός να εμπεδώσουμε στους νέους μας ότι κανένα μη δημοκρατικό πολίτευμα, συμπεριλαμβανομένου εκείνου του μονοκομματικού κομμουνισμού, δεν είναι αποδεκτό για τη σημερινή κοινωνία, άσχετα με τη λαϊκή υποστήριξη που καταφέρνει να εξασφαλίζει λόγω της άγνοιας ή της απελπισίας των ψηφοφόρων, αλλά και της ανικανότητας και της διαφθοράς  εκείνων που καταφέρνουν να εκπροσωπούν τις αποδεκτές δημοκρατικές παρατάξεις. Τις παρατάξεις δηλαδή που αναγνωρίζουν ότι τα δικαιώματά τους σταματούν εκεί που αρχίζουν τα δικαιώματα των άλλων. Θα ήταν άραγε αποδεκτό να αρχίζουμε να διδάσκουμε στα σχολεία αξιόλογα λογοτεχνικά έργα από λογοτέχνες με φασιστικές ή ναζιστικές καταβολές; Γιατί όχι. Ίσως έτσι να μαθαίναμε. Να μαθαίναμε ότι οι σπουδαίοι δεν είναι πάντα σπουδαίοι, ότι μπορούν να είναι και αυτοί επιρρεπείς σε μεγάλα λάθη, ότι δεν είναι «σωτήρες αλάθευτοι». Να μαθαίναμε ότι οι αποκρουστικοί δεν είναι πάντα αποκρουστικοί, ότι μπορούν να είναι και αυτοί σπουδαίοι. Είναι καιρός να μάθουμε να αναγνωρίζουμε το ψέμα και την υποκρισία. Μόνο έτσι θα σταματήσουν να υποκρίνονται ότι είναι κομμουνιστές ή φασίστες, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε και αποβάλουμε τη στείρα αντίδραση, τη ζήλια, τη μισανθρωπία και τη μνησικακία. Μόνο έτσι θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε γιατί οι άνθρωποι στρέφονται στον κομμουνισμό ή στο φασισμό όταν πλέον χάσουν κάθε ελπίδα.

Monday, April 30, 2012

Tim Harford, The Undercover Economist, 2011


This book makes economics fun to read. “Countries that are rich or rapidly growing have embraced the basic lessons of economics we have learned in this book: fight scarcity power and corruption; correct externalities; try to maximise information; get the incentives right; engage with other countries; and most of all embrace markets, which do most of these jobs at the same time.”

“The economist can show that allowing lots of skilled immigrants will help control the gap between skilled and unskilled wages, while allowing unskilled immigrants will do the reverse. What societies and their leaders do with the information is another matter….It is hard to wield the models that underlie such subjects and remain unmoved by the real world behind them. So economists often step beyond their role as engineers of economic policy and become advocates.”

“While the perfectly competitive market is perfectly efficient, efficiency is not enough to ensure a fair society, or even a society in which we would want to live…What we need is a way to make our economies both efficient and fair.”

“Taxes are often higher when price sensitivity is low…If you think that taxes on petrol are motivated by environmental concerns, think again: despite the environmental impacts of air travel, electricity and domestic heating, 90 percent of all “environmental” taxes in the UK in 2009 were paid by motorists.”

“But the old dilemma between efficiency and fairness was about to be shuttered by a young New Yorker called Kenneth Arrow…He proved that not only are all perfect markets efficient, all efficient outcomes can be achieved using a competitive market, by adjusting the starting position.

Reading this book will give you a glimpse how externality charges can help tackle environmental problems or how auctions can be used to run electricity networks; why globalisation is green or free trade is good for most people; why markets speak the truth and why government action is most important at the margin; why rents are high, why second-hand cars tend to be cheap and of poor quality and why health insurance cannot be provided by the private sector alone. Finally, why China has managed to grow while the former Soviet Union did not and why poor countries are poor: "...there is nothing to hold the consequences of ambition or self-interest in check". “Shock therapy” is seldom the best cure.

Harford attempts to explain what went wrong with the banking crisis. His explanation of “rotten eggs and rotten investments” is not very comprehensible but basically he claims that the design of collateralised debt obligations contained mathematical errors that increased, instead of decreasing, the risk to investors and the banks. As a result the Greenspan doctrine was shuttered. “This doctrine held that self-interest was the best guardian of bank’s balance sheets…Mr Greenspan admitted  that he had been wrong. He told Congress, ‘Those of us who have looked to the self–interest of lending institutions to protect shareholder’s equity – myself especially – are in a state of shocked disbelief’.”  That was in October 2008. I wish that the Governor of the Central Bank of Cyprus, Mr Orphanides, took note then. If he did, he might have attempted to limit the blunder of Cypriot Banks to expose themselves to the Greek sovereign debt and the Greek market, to the extend that this is threatening to cause Cyprus a long recession in 2012!

The author points out in his book that bailing out the banks should not necessarily cost the taxpayer any money. “The Treasury even turned a profit, because the banks paid fees for these {government} guarantees Other money was spend injecting capital into the banks; the British government received shares in the banks; this transaction may also make a profit…Pietro Veronesi and Luigi Zingales, two economists at the University of Chicago, studied the effect of the US bailout that saw Treasury Secretary Henry ‘Hank’ Paulson call bank bosses to a meeting on 13 October 2008, shortly after the collapse of Lehman Brothers. Paulson stumped up $125 billion of US taxpayers’ money in exchange for shares in US banks…The treasury also guaranteed new issues of bank debt. Veronesi and Zingales concluded that Paulson’s move cost taxpayers $20 billion-$45 billion…Three weeks before Paulson’s gift, the world’s most successful investor, Warren Buffett, had injected capital into Goldman Sachs, and he had secured more generous terms. Veronesi and Zingales reckon that if Paulson had successfully demanded Buffett’s terms, the taxpayer would have made more than $40 billion, a roughly even split with the Bank’s creditors. The bailout was worth doing. It’s just a shame that Mr. Paulson didn’t drive a harder bargain.”

The book gives an account of the consequences of the banking crisis: “As the banks teetered on the brink of collapse, they tried to suck up as much cash as possible to prevent their bankruptcy…Business suddenly found their access to credit drying up, consumers spent less, feeling the same pressures. Potentially healthy businesses were crushed by the financial turmoil. Andy Haldane reckons the crisis could have lowered the UK’s national income by 10 per cent – and put it on a permanently lower trajectory…It’s because the economy has shrunk so much that taxes must rise and government spending must fall if the government’s books are to balance – not because the government threw money at bailing out the banks.”   

Harford claims that “In the end, economics is about people – something that economists have done a very bad job in explaining. And economic growth is about a better life for individuals – more choice, less fear, less toil and hardship.” I wish he was right. Economics is definitely about understanding people and their behaviour. But I am afraid that, just like in any other profession, there are too many economists employed by special interest groups trying to promote their self-interest without any checks. 

Tuesday, April 17, 2012

Naomi Klein, Το Δόγμα του ΣΟΚ – Η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής, 2010 (The Shock Doctrine, 2007)


Η βασική θέση της Klein είναι ότι για όλα τα κακά του καπιταλισμού ευθύνεται ο νομπελίστας οικονομολόγος Milton Friedman και η οικονομική Σχολή του Σικάγου. Ταυτίζει την οικονομική πολιτική των ανοικτών αγορών με ελεύθερο ανταγωνισμό με τις μεθόδους βασανιστηρίων για την απόσπαση πληροφοριών από τρομοκράτες. Σύμφωνα με την Klein για να επιτύχουν αυτά τα δύο βασίζονται στη διατήρηση των θυμάτων τους σε κατάσταση σοκ ώστε να αδυνατούν να αντιδράσουν, στη βάση της «επιστήμης του φόβου». Η Klein ονομάζει «αυτές τις ενορχηστρωμένες επιδρομές εναντίον της δημόσιας σφαίρας ύστερα από καταστρεπτικά συμβάντα, σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση των καταστροφών ως επιχειρηματικών ευκαιριών ως, “καπιταλισμό της καταστροφής”.» Προειδοποιεί ότι τα πλοκάμια του συμπλέγματος του καπιταλισμού της καταστροφής «φτάνουν πολύ μακρύτερα από το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα για το οποίο προειδοποιούσε ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ στα τέλη της προεδρικής του θητείας.»

Παρά τις πολλές παρερμηνείες της Klein των όσων έγραψε ο Friedman, τα πράγματα που γράφει στο βιβλίο της έχουν μια μεγάλη δόση αλήθειας. Δικτάτορες και ασύδοτοι τυχοδιώκτες σε αυτόν τον κόσμο επικαλέστηκαν την προστασία της ελευθερίας και τα όσα υποστήριξε ο Friedman για να υποδουλώσουν τους λαούς που κυβέρνησαν και να συσσωρεύσουν οι ίδιοι και οι συνεργάτες τους αμύθητα πλούτη. Είναι όμως παράλογο να πιστεύει κάποιος ότι η οικονομική ελευθερία, η εκούσια συναλλαγή μεταξύ ανθρώπων και οργανισμών, οδηγεί στην υποδούλωση! Η κατάργηση των κρατικών μονοπωλίων δε σημαίνει την αντικατάστασή τους με ιδιωτικά. Ούτε ότι η ανάθεση συμβάσεων από το κράτος σε ιδιωτικές εταιρείες σημαίνει  ανάθεση χωρίς μειοδοτικούς διαγωνισμούς ή χωρίς ρήτρες διασφάλισης των υποχρεώσεων που τους ανατίθενται, όπως κατηγορεί η Klein τους διάφορους ιθύνοντες  σε πολλές περιπτώσεις. Αυτά δε συνάδουν με την έννοια της οικονομικής ελευθερίας που διακήρυξε o Friedman.

Η Klein φαίνεται να θεωρεί ότι η δημόσια παιδεία και υγεία προσφέρονται δωρεάν, και ότι οι κρατικές επιχειρήσεις εξυπηρετούν καλύτερα τους σκοπούς τους από τις ιδιωτικές.  Ουσιαστικά το βιβλίο δεν ασχολείται με την ουσία των σύγχρονων κρατικών προβλημάτων που είναι το υπερβολικό δημόσιο χρέος, η διαφθορά, η ευνοιοκρατία και η ανικανότητα στο δημόσιο βίο, ανεξάρτητα ιδεολογίας, πράγματα που οδηγούν ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης στην απαίτηση  για καλύτερες υπηρεσίες και μικρότερο κράτος.

Σύμφωνα με την Klein, το δόγμα του σοκ εφαρμόστηκε κατά κόρον από τα δικτατορικά καθεστώτα στην λατινική Αμερική για να εξαλειφθεί κάθε αντίσταση, στην Ασία και τη Ρωσία ως απαντήσεις στην οικονομική κατάρρευση, στη Νότια Αφρική μετά την παράδοση της εξουσίας από τους λίγους λευκούς στους πολλούς μαύρους για να διατηρηθούν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, στην Κίνα για την καταδίωξη των διαφωνούντων και την αρπαγή της κρατικής περιουσίας από τις οικογένειες των μελών του κομμουνιστικού κόμματος, στο Ιράκ κατά και μετά την Αμερικανική εισβολή για να επέλθει μια γρήγορη στρατιωτική νίκη και να κατατροπωθούν οι οπαδοί του Σαντάμ Χουσέιν, στη Σρι Λάνκα και στη Νέα Ορλεάνη με αφορμή τη γρήγορη αποκατάσταση μετά από τις φυσικές καταστροφές που τις έπληξαν. Ως αποτέλεσμα, αφέθηκαν στην ανεργία και στην ένδυα εκατομμύρια άνθρωποι, εν ονόματι της ελευθεροποίησης των αγορών και της υπόσχεσης της οικονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης, που δεν ήρθαν ποτέ. Ταυτόχρονα, κάποιες εταιρείες, που ανέλαβαν τα συμβόλαια «αποκατάστασης» ή έτυχαν κρατικών ενισχύσεων και προνομίων για να δραστηριοποιηθούν, είχαν μεγάλα και εύκολα κέρδη, εδραιώνοντας τον «κορπορατισμό».

Διαβάστε το βιβλίο αυτό για να αντιληφθείτε καλύτερα τους κινδύνους του καπιταλισμού και του μικρού κράτους. Πριν πιστέψετε όμως πραγματικά στις εξηγήσεις της Klein στα όσα γράφονται στις 718 σελίδες  αυτού του βιβλίου, κάνετε τον κόπο και διαβάστε τις 208 σελίδες του βιβλίου του Friedman, «Capitalism and Freedom».  Οι λύσεις στα προβλήματα του σημερινού κόσμου δε μπορούν να προέλθουν ούτε με την αντιστροφή της παγκοσμιοποίησης και του ελεύθερου εμπορίου, όπως φαίνεται να πιστεύει η Klein, ούτε με τις κρατικοποιήσεις των τραπεζών και των ορυχείων στον αναπτυσσόμενο κόσμο, ούτε με τις διακυβερνήσεις του τύπου του Ούγο Τσάβες που βρίσκεται ήδη στην τρίτη του προεδρική θητεία από το 1999 και η Klein υποστηρίζει στο βιβλίο της ότι αποτελεί μια καλύτερη επιλογή. 

Το δικό μου συμπέρασμα: Αν αφήσεις αρκετή εξουσία σε οποιονδήποτε, αποτελεί θέμα χρόνου η καταπίεση των συνανθρώπων του με φτηνά ιδεολογικά προσχήματα  για την επίτευξη τάχατε κάποιων μακροπρόθεσμων υψηλών στόχων, όπως της ελευθερίας, της εξάλειψης της φτώχιας, της σωτηρίας του κόσμου από τις κλιματικές αλλαγές, της ασφάλειας ή της δικαιότερης κοινωνίας. Η καταπίεση μπορεί να προέλθει τόσο από τις μεγάλες κυβερνήσεις όσο και από τις μεγάλες εταιρείες. Μπορεί επίσης να προέλθει από μεγάλους και ισχυρούς διεθνείς οργανισμούς όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ή την Παγκόσμια Τράπεζα.

Οι διεφθαρμένες  κυβερνήσεις έχουν συνήθως κατά νου τον προσωπικό πλουτισμό. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί τόσο μέσω της δωροληψίας από την ανάθεση κρατικών έργων και προγραμμάτων όσο και από την ανάθεση κρατικών υπηρεσιών σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Ο νεποτισμός, η διαφθορά και η ευνοιοκρατία, ο τυχοδιωκτισμός, δεν είναι φαινόμενα που περιορίζονται στο μεγάλο ή μικρό κράτος, στον κομμουνισμό, σοσιαλισμό, καπιταλισμό, φασισμό ή στη μεικτή ρυθμισμένη οικονομία του Κέινς.  Εκείνα που πρώτιστα χρειάζονται για να αντιμετωπιστούν αυτά τα φαινόμενα είναι ευνομούμενοι έλεγχοι και ισορροπίες ανάμεσα σε όσους ασκούν εξουσία, ανεξάρτητα  ιδεολογίας ή πολιτικού συστήματος. Οι ανοικτές αγορές με ελεύθερο ανταγωνισμό, η δημοκρατική εναλλαγή της εξουσίας, προσφέρουν αυτή την προοπτική και τείνουν να περιορίζουν το κράτος σε εκείνα που πραγματικά του αναλογούν. Οι επιτυχίες ή αποτυχίες στη διακυβέρνηση δε μπορούν να χρεώνονται στις καλές ή κακές ιδιωτικές επιχειρήσεις.

Εν κατακλείδι: Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αντιδρούν σωστά όταν υποβάλλονται σε σοκ. Κατά συνέπεια, όταν κάποιοι προτείνουν σαρωτικές και αιφνίδιες αλλαγές στη διακυβέρνηση, συνήθως σε βάρος των εργαζομένων, γρηγορείτε. Τα πράγματα μπορούν να γίνουν πολύ χειρότερα!  Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η κοινωνία δεν πρέπει να επανεξετάζει τα κίνητρα που προσφέρονται στους πολιτικούς, τους επιχειρηματίες, τους εργαζόμενους, τους ανέργους ή τους φτωχούς, όταν τα πράγματα δεν πορεύονται όπως οι περισσότεροι θα επιθυμούσαμε. Όταν τα πράγματα φθάνουν στο απροχώρητο και επίκειται η χρεοκοπία ή ο ανεξέλεγκτος πληθωρισμός, είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσεις εκείνους που ενδιαφέρονται να σε βοηθήσουν λόγω αλτρουισμού από τους άλλους που θέλουν να το πράξουν λόγω απληστίας για γρήγορα κέρδη. Από την εξιστόρηση της Kein, φαίνεται ότι στον κόσμο που ζούμε οι δεύτεροι είναι συνήθως περισσότερο διατεθειμένοι να βοηθήσουν από τους πρώτους.  

Friday, April 13, 2012

S. Levitt, S. Dubner, Super Freakonomics, 2009


This is an amazing book in economics: “People respond to incentives, although not necessarily in ways that are predictable or manifest. Therefore, one of the most powerful laws of the universe is the law of unintended consequences.” The book touches upon a diversity of issues, which makes it really interesting: Prostitution, war on drugs, terrorism, emergency room effectiveness, apathy and altruism, response to climate change. It demonstrates economic concepts such as cumulative advantage, declared vs revealed preferences, negative externalities, price discrimination, perfect substitutes, the principal-agent problem, adverse selection, game theory, exit strategy, misaligned incentives, cream skimming, loss aversion. Although about economics, this book is sprinkled with touches on important technological and other building blocks such as object oriented programming, information management, the power of cheap and simple solutions, ideas how to stop hurricanes or global warming, geoengineering, the unstoppable power of technological innovation, letting numbers speak the truth, that in order to change the world you first have to understand it.

The gist perhaps of the book’s message is that when you behave like an economist, you tend to “make decisions based on statistical analysis rather than emotion or political considerations”.

“Instead of thinking of such stories as “economics,” it is better to see them as illustrating “the economics approach.” That’s a phrase made popular by Gary Becker, the longtime University of Chicago economist who was awarded a Nobel Prize in 1992. In his acceptance lecture, he explained that the economic approach “does not assume that the individuals are motivated solely by selfishness or gain. It is a method of analysis, not an assumption about particular motivations…Behavior is driven by a much richer set of values and preferences.”

Tuesday, February 28, 2012

Τομπάϊας Χιλ, Ο Κρυπτογράφος, 2004 (Tobaias Hill, The Cryptographer)


Ο Τζον Λόου, ο δημιουργός του πρώτου ηλεκτρονικού χρήματος, αποτελεί τον πελάτη της πρωταγωνίστριας του μυθιστορήματος Άννα Μουρ, της ελέγκτριας της οικονομικής υπηρεσίας του Ηνωμένου Βασιλείου στο Λονδίνο.  Ο Τζον, ο πλουσιότερος ίσως άνθρωπος στη γη, συμβιβάζεται γρήγορα με τις παρατηρήσεις της ελεγκτικής υπηρεσίας και πληρώνει στο ακέραιο το επιβαλλόμενο πρόστιμο δώδεκα εκατομμυρίων Σοφτ Γκολντ για τις παραλήψεις του.  Η Άννα όμως εντοπίζει μία ανακολουθία: Ένα κουτί σε μια τραπεζική θυρίδα, στο όνομα του ανήλικου γιου του, που περιέχει ράβδους χρυσού.

«...ο Τζον Λόου υπήρξε πλούσιος ακόμα και πριν το Σοφτ Γκολντ. Στην ηλικία των δεκατριών σχεδίασε και εξαπέλυσε ένα ηλεκτρονικό ιό που τον ονόμασε Πανδώρα...Στη διάρκεια της κοινωνικής εργασίας που του επιβλήθηκε ως ποινή από το δικαστήριο για την αξιόποινη αυτή πράξη του, ο Λόου αξιοποίησε καλύτερα το ταλέντο του επινοώντας το Ασφόντελ 9, ένα επαναστατικό σύστημα που διοχέτευε πληροφορίες στο γενετικό κώδικα των φυτών – ένα μικρό κείμενο πληροφοριών στο κοτσάνι ενός άγριου κρίνου. Στα δεκαεπτά του πούλησε την πατέντα στην κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών για επτάμισι εκατομμύρια δολάρια. Σύμφωνα με την επίσημη αναφορά της οικονομικής υπηρεσίας...έχει περιουσία σε πολλές χώρες των πέντε ηπείρων. Είναι ο μοναδικός άνθρωπος που έχει ιδιόκτητη γη στην Ανταρκτική...ο Λόου διαθέτει τα πάντα. Ίσως μάλιστα ζει σ’ ένα διαφορετικό αιώνα.»

«Μόνο που κανένας δεν κερδίζει πάντα. Δε θα μπορούσε να επιτρέπεται κάτι τέτοιο γιατί είναι ενάντια στο δημόσιο συμφέρον...Θυμάσαι τον Μπιλ Γκέιτς; “Περιμένω τη πτώση μετά την κορυφή” έλεγε για την αποτυχία.» Και όταν ξαφνικά τα Σοφτ Γκολντ μολύνονται από κάποιο ιό, η Άννα παραιτείται από τη θέση της στην οικονομική υπηρεσία. «Κάθεται και διαβάζει, βιβλία που δεν έχει διαβάσει...τους κρυφούς κώδικες της Σπάρτης, της πόλης που γύρισε την πλάτη στα χρήματα...Ποτέ δεν είναι μόνο για τα χρήματα... Ό,τι αγάπησες είναι ό,τι σου ανήκει».

Wednesday, January 18, 2012

Orhan Pamuk, Snow, 2004


The story takes place in Kars, a small city in the Eastern Anatolia, Turkey, close to the borders of Georgia and Armenia.  The city is inhabited by Turks, Kurds and Azeris, hounded by the memories of its Armenian uprooted past.  The story is not about ethnic based differences though. It is about cultural differences: The theocratic islamists against the army-backed secular Kemalists, the Koran against the infidels and their “western atheism”, the violent islamists against the peaceful ones, the poor and wretched that are miserable and unhappy against those that find happiness in the presence of God, the tormented former communists against everybody else, the bourgeoisie with friends in high places against the locals with no connections, the informers of Turkish MIT or Islamic networks against those that speak their mind freely, the poor jobless and hopeless sitting day after day in tea-houses with nothing to do, the envied Turkish emigrants in Germany that realize that they cannot find happiness doing lowly jobs or receiving their political exile allowances. The story is epitomized in a theatrical play that takes place in Kars entitled My Headscarf or My Fatherland. All these in the midst of a local coup organised by the local army garrison in order prevent the islamists to win the local elections, while the well connected Turkish MIT keeps a watchful eye.  

The novel is often rather slow and this will occasionally make you read it line by line or even page by page. But Nobel Laureate Pamuk will make you better understand Turkey’s past and current dilemmas: “If God does not exist, then that means that Heaven does not exist either. And that means that the world’s poor, those millions who live in poverty and oppression, will never go to Heaven. And if that is so, then how do you explain all the suffering the poor have to endure? What are we here for, and why do we put up with so much suffering, if it’s all for nothing?” 

Thursday, November 24, 2011

Ben Mezrich, Δισεκατομμυριούχοι κατά τύχη, 2009 (The accidental billionaires)


Το βιβλίο αυτό,  στο οποίο βασίστηκε η ταινία The Social Network, αφορά την ιστορία της ίδρυσης του Facebook. Ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ, ένας δευτεροετής φοιτητής στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, κατόρθωσε, με την οικονομική ενίσχυση μερικών δεκάδων χιλιάδων δολαρίων  από το συμφοιτητή και συνεργάτη του Εντουάρντο Σάβερν, να δημιουργήσει μέσα σε δύο μόλις χρόνια (2003-2005) το δημοφιλέστερο εργαλείο κοινωνικής δικτύωσης. Στη διαδικασία, ο Ζάκερμπεργκ κατόρθωσε να γίνει ένας από τους νεαρότερους αυτοδημιούργητους δισεκατομμυριούχους.

Ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ δεν ήταν κάποιος τυχαίος κομπιουτεράς φοιτητής. "Στο γυμνάσιο, υποτίθεται πως ήταν ένα είδος σούπερ χάκερ...Σύμφωνα με τις φήμες, η Microsoft είχε προσφέρει στον Μαρκ γύρω στα δύο εκατομμύρια δολάρια για να πάει να δουλέψει γι' αυτούς - και παραδόξως ο Μαρκ είχε απορρίψει τη δελεαστική πρόταση." ..."Το Facebook είχε όλα τα στοιχεία ενός επιτυχημένου δικτυακού τόπου. Mια απλή ιδέα, ένα ελκυστικό περιεχόμενο και μια αίσθηση αποκλειστικότητας. Σαν ένα Final Club αλλά ηλεκτρονικό." Το κυριότερο, ίσως: "Ο Μαρκ δε θα επέτρεπε σε τίποτα και σε κανένα να σταθεί εμπόδιο στην εξέλιξη του Facebook." Ενώ οι φίλοι και συνεργάτες του είχαν ως προτεραιότητα τις σπουδές τους ή την κωπηλασία, αυτός εγκατέλειψε το Χάρβαρντ και εγκαταστάθηκε "προσωρινά" στην Καλιφόρνια όπου και αφοσιώθηκε στο δημιουργικό πάθος του.

Αυτή είναι μια πραγματική ιστορία πως οι νέοι άνθρωποι μπορούν να αξιοποιήσουν τα ταλέντα τους για να αλλάξουν τον κόσμο και πως οι υποδομές και το κατεστημένο μιας χώρας μπορούν να τους βοηθήσουν, αλλά τουλάχιστον να μην τους εμποδίσουν, για να πετύχουν πράγματα που ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα δε θα μπορούσαν να φανταστούν.

Ενόσω η Αμερική μπορεί να προσφέρει αυτή τη δυνατότητα στους νέους, αυτή θα είναι μια πραγματική δημοκρατική υπερδύναμη. Στις ημέρες αυτές της οικονομικής κρίσης, ανικανότητας και διαφθοράς, των εύηχων υψηλών πολιτικών στόχων και του μακροπρόθεσμου οικονομικού σχεδιασμού για την καταπολέμηση τάχατε της φτώχιας και την αποτροπή της καταστροφής του κόσμου από την υπερκατανάλωση και την παγκόσμια υπερθέρμανση, εάν η Ελλάδα και η Ευρώπη θέλουν να πάνε μπροστά, είναι καιρός να αφήσουν τους νέους τους να φανταστούν, να δημιουργήσουν και να ζήσουν στη δική τους εποχή.

Saturday, October 22, 2011

Mario Vargas Llosa, The feast of the Goat, 2001

This is a “novel” about the final part of the life of Rafael Trujillo, a dictator that ruled the Dominican Republic from 1930 until his assassination in 1961. Once Trujillo assumed power, he subsequently abused it by crashing the personalities of his collaborators and eliminating those he could not bend. Trujillo remained in power by doing some good, being ruthless to opposition, installing and controlling collaborators that were loyal, reliable and often capable.

The character of Trujillo made me realize that the seeds of dictatorship are so abundant in the people around us in our daily lives: The bullying classmate, teacher, peer, boss, appointed or elected government official, who often claim a higher cause to justify their madness.  Nobel laureate Llosa reminds us that, even in modern societies, the only true defense against the excessive greed or arrogance of those exercising power are the institutional checks and balances that force them to be accountable.

Thursday, October 13, 2011

Λουκά Κακουλλή, Αδάμ Αδάμαντος και Τάσσος Παπαδόπουλος, 2011

Όταν ο συγγραφέας εμφανίστηκε στο γραφείο μου πριν μερικές εβδομάδες πουλώντας αυτοπροσώπως τα βιβλία του, ήμουν διστακτικός να αγοράσω κάποιο από αυτά. Έχω βαρεθεί να ακούω και να διαβάζω τα κολακευτικά ψέματα για τους ανθρώπους που κυβέρνησαν και κατέστρεψαν την Κύπρο. Εξάλλου, ένοιωθα ότι υπάρχουν τόσα άλλα, πιο ενδιαφέροντα, πράγματα για να διαβάσω στον περιορισμένο ελεύθερο χρόνο μου. Ο Λουκάς Κακουλλής με έπεισε τελικά, αγόρασα και διάβασα αυτό το βιβλίο. Χαίρομαι που οι προσδοκίες μου διαψεύσθηκαν.

Ο Λουκάς καταδεικνύει μέσα από ιστορικά ντοκουμέντα την κατά καιρούς ριζική μετατόπιση των θέσεων αρχών της ηγεσίας του ΑΚΕΛ και του Τάσσου Παπαδόπουλου. Το ΑΚΕΛ ερωτοτροπούσε με την ιδέα της Ένωσης κατά τις δεκαετίες του σαράντα, του πενήντα και του εξήντα και καταδίωξε ανάμεσα στις τάξεις του ανθρώπους όπως τον πρώην Δήμαρχο Αμμοχώστου Αδάμ Αδάμαντο που εξέφραζε τότε τις σημερινές θέσεις λάβαρο του κόμματος αυτού για ελληνοτουρκική συνεργασία και φιλία και μια ανεξάρτητη κυπριακή δημοκρατία. Τότε, ακόμη και ο Αδάμαντος θεωρούσε την ανεξαρτησία ως μέσο για την Ένωση και όχι ως σκοπό! Την ίδια περίοδο ο Τάσσος Παπαδόπουλος άρχιζε τη σταδιοδρομία του ως φανατικός αντικομμουνιστικός αρθρογράφος και ως απορριπτικός κάθε πολιτικής διευθέτησης που δεν οδηγούσε στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου. Ο συγγραφέας δίνει και κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία αναφορικά με την εγκατάλειψη των Μισιαούλη και Καβάζογλου, πράγμα που διευκόλυνε τη δολοφονία τους.

Οι νοοτροπίες αυτές είναι οι ίδιες που οδήγησαν, με την υποστήριξη του ΑΚΕΛ, στην εκλογή του Παπαδόπουλου στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας και τη δαιμονοποίηση του Σχεδίου Ανάν, αντί της βελτίωσής του που υποσχέθηκαν στον Κυπριακό λαό. Δυστυχώς για την Κύπρο, φαίνεται ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Όπως διαπιστώνει ο συγγραφέας, μετά τη λήξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου «από τη μια ήταν η Δεξιά που δεν ήθελε καμιά συνεργασία ή επαφή με τους κομμουνιστές και από την άλλη η Αριστερά που ενώ κατέβαλλε προσπάθειες για την ενότητα του λαού, δεν έλειπαν από τις διακηρύξεις και τις πρακτικές της εκείνα που δυσκόλευαν την επίτευξη του στόχου αυτού»!

Την ημέρα που με επισκέφθηκε ο συγγραφέας στο γραφείο μου για να με πείσει να αγοράσω και διαβάσω βιβλία του, του αντιπρότεινα να διαβάσει αυτός, δωρεάν, κάποια πράγματα που έγραψα εγώ. Μεταξύ άλλων του έδωσα αντίγραφο ενός ελευθέρου ποιήματος που είχα γράψει και δημοσιεύσει στην εφημερίδα Φιλελεύθερος το 1996, υπό τη συναισθηματική φόρτιση της δολοφονίας των Τάσου και Σολωμού από τον τουρκικό στρατό και τους τραμπούκους του. Την επόμενη μέρα με πείρε τηλέφωνο για να μου πει ότι το ποίημα αυτό τον άγγιξε. Αφού διάβασα το βιβλίο του κατάλαβα γιατί. Πολλές από τις ιδέες του ποιήματος, ιδιαίτερα σε σχέση με τον μακιαβελικό αυτοσκοπό της εξουσίας ως την πολιτική επιδίωξη των πολιτικών που κυβέρνησαν την Κύπρο, συμφωνούν με το κυρίαρχο μήνυμα του βιβλίου του.

Αγόρασα παλαιότερα ακόμη δύο βιβλία του Λουκά Κακουλλή τα οποία δε διάβασα ποτέ και μαζεύουν σκόνη στη βιβλιοθήκη μου. Το βιβλίο αυτό, με έπεισε ότι πρέπει να τα διαβάσω.

Monday, September 5, 2011

R.J. Anderson, Ultraviolet, 2011

My teenage daughter seemed to be so absorbed while reading this. When she finished I started reading it out of curiosity. Once I begun, I could not put it down and read the 400 pages in a single weekend. 

The novel is a mixture of adventure, romance and science fiction. It touches upon psychiatric treatment and its legal issues, as well as astrophysics and time travel. I learned about, synesthesia, an interesting and extraordinary neurological condition. The story reminded me that it does not take much to make normal people insane: Just take their freedom away or make them submit to therapy involuntarily.

The book is sprinkled with some interesting messages:
·        There are a lot of things that we do not know about the people we associate with and there is usually an explanation why some behave weirdly. We should not be judgmental.
·        It often helps if we get out of our way and spend some time to get to know people around us better. Sometimes friends are not really friends while adversaries are not really enemies.
·        We appreciate and love the people that accept us and value us the way we are.