Στο βιβλίο αυτό, ο Γιάννης Βαρουφάκης παίρνει
τη θέση ότι ενόψει της «πρόσφατης κατάρρευσης της κοινωνικής οικονομίας»
υπάρχουν αποφάσεις που αν τις ελάμβαναν οι κρατούντες θα έφερναν τη λύτρωση των
κοινωνιών μας στην Ευρώπη, στην Ελλάδα, στον κόσμο όλον» και προσπαθεί να
εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους αυτοί «αρνούνται πεισματικά» να τις
λάβουν.
Καταρχήν το βιβλίο επιχειρεί να δώσει μια
λογική εξήγηση γιατί στον κόσμο αυτό υπάρχει τόση ανισότητα. Ότι δηλαδή, «ενώ
όλα τα μωρά γεννιούνται το ίδιο γυμνά, κάποια είναι προδιαγεγραμμένο ότι θα
ντυθούν με πανάκριβα ρουχαλάκια, ενώ άλλα είναι καταδικασμένα στην πείνα, στην
εκμετάλλευση, στην εξαθλίωση». Ο Βαρουφάκης ζητά από την κόρη του να κρατήσει
στην ψυχή της «την απόρριψη αυτής της πραγματικότητας ως “λογικής”, “φυσικής”, “δίκαιης”».
Στην προσπάθειά του αυτή, εξηγεί γιατί οι Βρετανοί εισέβαλαν στην Αυστραλία και
όχι οι Αβορίγινες στην Αγγλία: «Το κλειδί δεν είναι άλλο από τη συσσώρευση
αγροτικών πλεονασμάτων και τη σχετική ευκολία, ή δυσκολία, γεωγραφικής
επέκτασης των γεωργικών καλλιεργειών…», και όχι επειδή κάποιοι λαοί είναι πιο
έξυπνοι από άλλους. Η εξήγηση όμως αυτή δεν προσφέρει απάντηση στο εύλογο
ερώτημα οποιουδήποτε αναγνώστη γιατί αυτό έγινε από τους ευρωπαίους και όχι από
τους κατοίκους της Μεσοποταμίας που όπως παραθέτει ο συγγραφέας δημιούργησαν
αγροτικά πλεονάσματα, χρέος και χρήμα πολύ πριν τους ευρωπαίους; Παρόλο που δεν
ισχυρίζομαι ότι έχω ερευνήσει το θέμα, μια καλύτερη εξήγηση θα ήταν ότι η
μεγαλύτερη ανάγκη των βορειο-ευρωπαίων να προσαρμόσουν το περιβάλλον τους στις
ανάγκες τους ώστε να επιβιώνουν στις δυσκολίες του παγωμένου χειμώνα, τους
ανάγκασε να χρησιμοποιήσουν την τέχνη της φωτιάς και στη συνέχεια της
μετατροπής ενέργειας, της μεταλλουργίας
και της τεχνολογίας, πολύ περισσότερο από τους κατοίκους ηπιότερων κλιματολογικών συνθηκών. Ή από
εκείνους που η χαμηλή πυκνότητα πληθυσμών τους επέτρεπε να ζουν νομαδική ζωή
και να ακολουθούν την τροφή τους, χωρίς να εμπλέκονται σε πολέμους με άλλους
ανθρώπους.
Ο Βαρουφάκης ισχυρίζεται ότι «Ο θρίαμβος των
ανταλλακτικών αξιών επί των βιωματικών άλλαξε τον κόσμο. τόσο προς
το καλύτερο όσο και προς το χειρότερο. Ταυτόχρονα!». Στο υπόλοιπο όμως βιβλίο
προβάλλει μόνο τα χειρότερα.
«Η Βιομηχανική Επανάσταση δημιούργησε τη
μεγάλη Αντίφαση: τη συνύπαρξη αμύθητου πλούτου και ανείπωτης δυστυχίας». Για να
εξηγήσει το χρέος χρησιμοποιεί το διάσημο θεατρικό έργο του Κρίστοφερ Μάρλου,
Δρ. Φάουστους, την «ιστορία της πώλησης της Ψυχής του Φάουστ στον Μεφιστοφελή»
με αντάλλαγμα πλήθος απολαύσεων για είκοσι χρόνια». «Το χρέος είναι για τις
κοινωνίες της αγοράς ό,τι η Κόλαση για τον χριστιανισμό: τόσο απαραίτητο όσο
είναι δυσάρεστο!». Εξηγεί ότι «…ο βασικός ρόλος του τραπεζίτη έπαψε να είναι η
διαμεσολάβηση μεταξύ δανειστών και καταθετών. Στις εξελιγμένες κοινωνίες της
αγοράς, ο τραπεζίτης δεν αντλεί υπάρχουσα αξία από τον ένα για να δώσει στον
άλλο. Την αντλεί από το μέλλον για να τη δώσει στο παρόν». Εκείνο που δεν
εξηγεί είναι ότι ο τραπεζίτης αντλεί αξία από το μέλλον εκείνων που δανείζονται,
οι οποίοι αναλαμβάνουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις και συνέπειες στην περίπτωση
που αυτές δεν τηρηθούν. Ότι κάποιοι καταφέρνουν με τον τρόπο αυτό να
προοδεύουν, ξεπληρώνοντας τα χρέη τους και δημιουργώντας πλεονάσματα, ενώ
κάποιοι άλλοι, είτε εσκεμμένα είτε από κακοτυχία, παριστάνουν τον Φάουστ και
προσπαθούν να ξεγελάσουν τον «κακό» Μεφιστοφελή ο οποίος, αν δεν παραδώσει τη
ψυχή του Φάουστ, κινδυνεύει να κληθεί να παραδώσει τη δική του. «Κι΄επειδή οι τραπεζίτες έχουν μεγαλύτερη
οικονομική εξουσία πάνω στους πολιτικούς προϊσταμένους των κρατικών θεσμών (οι
οποίοι υποτίθεται ελέγχουν και πειθαρχούν τους τραπεζίτες) απ΄ό,τι οι απλοί
πολίτες, οι τραπεζίτες τείνουν να επικρατούν …Χρέος, κέρδος, πλούτη, κραχ,
κρίση. Είναι όλα τους συστατικά ενός δράματος το οποίο φτάνει μάλιστα τα όρια
του παραλόγου όταν, μετά από κρίσεις που οφείλονται στην ύβρη των ισχυρών,
ιδίως των τραπεζιτών, οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι οι οποίοι απορρίπτουν μετά
βδελυγμίας την ιδέα ενός κράτους αρωγού εκείνων που έχουν πραγματική ανάγκη θεωρούν
δικαίωμά τους να απαιτούν από το κράτος άπειρες ενέσεις χρήματος όταν οι ίδιοι
αποκτούν πρόβλημα».
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί παραδείγματα από
της ιστορία του Δρα Βίκτωρα Φράνγκεσταιν, και τις ταινίες Bladerunner και
Matrix ως
παραδείγματα αποκάλυψης του φόβου υποδούλωσης των ανθρώπων απέναντι στα
τεχνολογικά δημιουργήματά τους. «Από τη Βιομηχανική Επανάσταση και μετά, από
τότε που οι μηχανές άρχισαν να συμμετέχουν ενεργά στην παραγωγή, η επιλογή μας
ήταν μεταξύ: (α) του να συμμορφωθούμε στις ανάγκες της εκμηχάνισης της
παραγωγής, μετατρεπόμενοι σε εξαρτήματα των μηχανών, των δικτύων, των αναγκών
της παραγωγής και (β) του να μείνουμε στα αζήτητα της αγοράς εργασίας».
Και ξαφνικά, στη σελίδα 115, ο συγγραφέας
προτείνει τη λύση σε όλα τα προβλήματα που εντόπισε προηγουμένως: «Και όταν το
παρόν αδυνατεί να αποπληρώσει το μέλλον, μία είναι η κατάληξη: να συγχωρεθεί
αυτό το χρέος – να διαγραφεί …Μόνο αν ξεσηκωθεί η κοινωνία, και απαιτήσει
συντονισμένη κρατική παρέμβαση διαγραφής των χρεών αυτών, μπορεί να υπάρξει
βελτίωση. Μόνο έτσι μπορεί να καθαρίσει η ατμόσφαιρα από την καταχνιά του
χρέους ώστε να μπει μπροστά η διαδικασία ανάκαμψης. Υπάρχει βέβαια και η κάκιστη περίπτωση που
αναγκάζει τους πολιτικούς να διαγράψουν χρέη, που καταστρέφει μηχανήματα και
κτίρια (μαζί με χιλιάδες ανθρώπων), και έτσι «δολοφονεί» στο άψε σβήσε την
κρίση …έως ότου μια πολιτική ανατροπή είτε ένας πόλεμος πατήσει το “Delete” στο χρέος και
αρχίσουμε πάλι από την αρχή, πιο φτωχοί, πιο διχασμένοι, λιγότερο άνθρωποι, σε
μια Γη, βιολογικά φτωχότερη.» O συγγραφέας δεν εξετάζει τις αρνητικές
επιπτώσεις της διαγραφής χρεών, ούτε κατά πόσο το όφελος θα υπερβεί ποτέ το
κόστος για το σύνολο των πολιτών ή της κοινωνίας, ούτε καν κατά πόσο
οποιοδήποτε κράτος έχει το δικαίωμα ή την εξουσία να επιβάλει τη διαγραφή χρεών,
ούτε κατά πόσο κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί χωρίς μια καταστροφική
επανάσταση ή ένα πόλεμο, δηλαδή χωρίς τη χρήση βίας και καταναγκασμού, ώστε
τελικά τι; Να αντικαταστήσει τη δυνατότητα τραπεζικής χρηματοδότησης για όσους επιλέγουν
να δανειστούν από το μέλλον τους με τι; Να αντικαταστήσει το νομικό πλαίσιο
πτώχευσης με τι; Να αντικαταστήσει την ελεύθερη και εκούσια σύναψη συμφωνιών με
τι; Η λύση στο πρόβλημα συνομωσίας τραπεζιτών- πολιτικών κύριε Βαρουφάκη, δεν είναι η διαγραφή χρεών, ώστε όλοι αυτοί οι
κλέφτες να ξεφεύγουν από τις υποχρεώσεις τους ή τις συνέπειες της πτώχευσής τους,
τάχατε για την προστασία του απλού άτυχου κόσμου. Η κοινωνία μπορεί να εξεύρει άλλους
καλύτερους τρόπους για να προστατέψει τους άτυχους που πραγματικά έχουν ανάγκη,
και τους οποίους οι ανίκανοι τραπεζίτες και οι διεφθαρμένοι πολιτικοί χρησιμοποιούν
ως ομήρους για να διατηρήσουν τα κλεπτοκρατικά προνόμιά τους. Η λύση κύριε
Βαρουφάκη, είναι η δημιουργία μίας έννομης τάξης ώστε όλοι αυτοί οι λαοπλάνοι κλέφτες
να εκδιώκονται από τα αξιώματά τους και να υπόκεινται σε αυστηρές και
παραδειγματικές συνέπειες.
Το βιβλίο αναλύει στη συνέχεια γιατί η
εργασία και το χρήμα «είναι τα απαραίτητα γρανάζια του κινητήρα των κοινωνιών της
αγοράς» (ως και θα μπορούσε να υπάρξει
καμιά κοινωνία χωρίς αυτά τα γρανάζια) και υποδεικνύει πως αυτά διαφέρουν από
άλλα εμπορεύματα. Παραθέτει παραδείγματα από τη θεωρία των παιγνίων και τα
διλήμματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι ανάμεσα στην επιδίωξη του προσωπικού ή
συλλογικού συμφέροντος, την αισιοδοξία ή την απαισιοδοξία για το μέλλον, και
πως αυτά μπορούν να καθορίσουν το μέλλον ως αυτό-εκπληρωμένες προφητείες. Επίσης,
πως οι άνθρωποι, παρόλη την υποτιθέμενη ευφυΐα τους, συμπεριφέρονται τελικά ως
ηλίθιοι ιοί που καταστρέφουν το φυσικό τους περιβάλλον, σε αντίθεση με τους πιο
εξελιγμένους ιούς που αποφεύγουν να σκοτώσουν τους οργανισμούς στους οποίους
καταφεύγουν. Μία ενδιαφέρουσα
επισήμανση του βιβλίου είναι ότι η αγγλική λέξη idiot (ηλίθιος) προέρχεται από την
αρχαία ελληνική λέξη ιδιώτης:
του ανθρώπου που ασχολείται με τις προσωπικές του υποθέσεις αντί με τα κοινά.
Στη σελίδα 163, ο συγγραφέας προτείνει ακόμη
μία λύση σύνθημα: «Η μόνη λύση: Δημοκρατία κόντρα στις ανταλλακτικές αξίες …για
να σωθεί ο πλανήτης από τις ανθρώπινες κοινωνίες της αγοράς, το κράτος είναι
απαραίτητο. είτε προκειμένου να αναλάβει εκ μέρους των πολιτών τη
διαχείριση του φυσικού πλούτου που οι αγορές, οι ιδιώτες, ο καθένας μας κατ΄ιδίαν,
σπαταλούμε ανοήτως και εγκληματικά είτε για να δημιουργήσει τεχνητές αγορές «κακών»,
δηλαδή να ιδιωτικοποιήσει τον φυσικό πλούτο και να δώσει ιδιωτικά ιδιοκτησιακά
δικαιώματα επ’ αυτού σε όσους έχουν να πληρώσουν γι’ αυτά, και ανάλογα με τα
ποσά που διαθέτουν». Το πρόβλημα όμως,
που δεν το αναδεικνύει ο συγγραφέας, είναι ότι τα κράτη, δημοκρατικά και μη, ήδη
διαχειρίζονται τα κοινά που έχουν συλλογική βιωματική αλλά όχι ανταλλακτική αξία,
πολλές φορές με τραγικά αποτελέσματα, κυρίως λόγω της ανικανότητας ή της διαφθοράς
των κρατικών αξιωματούχων. Μια καλύτερη και πιο διαφανής λύση από αυτήν που
προτείνει ο συγγραφέας είναι η αύξηση της φορολογίας όλων εκείνων των
δραστηριοτήτων που θεωρούνται ότι καταστρέφουν το φυσικό περιβάλλον (όπως πχ η
κατανάλωση ορυκτών καυσίμων) πράγμα που πολύ λίγες δημοκρατικές κυβερνήσεις
είναι διατεθειμένες να κάνουν …και να επανεκλεγούν.
Ο Βαρουφάκης τελειώνει το βιβλίο με κάποιες
πολύ ορθές επισημάνσεις:
- «Μπορεί να το αντιπαθούμε, όμως το κράτος είναι σε τελική ανάλυση, η μοναδική μας ελπίδα για να ζούμε πολιτισμένα και με ασφάλεια. Απομένει να βρούμε τη δύναμη να το ελέγχουμε συλλογικά και όχι να το αφήνουμε να μετατρέπεται στον ατζέντη επιμέρους συμφερόντων»
- «Αυτό που υπάρχει είναι η κριτική σκέψη και το πείσμα να μην αποδεχθείς ποτέ κάτι επειδή σ’ το είπαν ή επειδή αυτό πιστεύουν οι ισχυροί, η πλειοψηφία, οι “άλλοι”».